Χρόνια πολλά!
Καλή και ευλογημένη η νέα χρονιά!
Μαρία Χατζηνικολάου
φιλόλογος
Όποιος θεμελιώνει ναούς και κτίζει ελληνικά σχολεία
κτίζει επάλξεις του Έθνους. Κι όποιος εμποτίζει τη νεολαία με τα νάματα του
ελληνικού πολιτισμού και τις ορθόδοξες παραδόσεις στελεχώνει τις επάλξεις αυτές
με φρουρούς της πατρίδας, υπέρμαχους των ιδανικών της φυλής. Γι’ αυτό και ως
Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού συνέβαλε με γοργό ρυθμό στην αναπλήρωση των
193 κατεχόμενων σχολικών κτιρίων με την οικοδόμηση 21 νέων σχολικών μονάδων, με
800 επεκτάσεις και βελτιώσεις των υφισταμένων, με την αποστολή χιλιάδων βιβλίων
κυπριακής Ιστορίας και εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας σε σχολεία της Ελλάδας,
της Αυστραλίας, στο Νηπιαγωγείο και Δημοτικό της Βηθλεέμ, στην αύξηση του
αριθμού των δασκάλων στην Παροικία του Λονδίνου και στην αποστολή δασκάλου στα
ελληνικά σχολεία του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων.
Ο ίδιος
Πατέρας, ωστόσο, αναφερόμενος σε αυτούς
που έζησαν βίο γεμάτο κακότητες και αμαρτίες, έζησαν «βίον πονηρόν» και έφυγαν
αμετανόητοι, τότε, «τούτοις παντελῶς οὐδείς
ὀρέξει χεῖρα», δηλαδή κανένας δεν πρόκειται να νοιαστεί γι’αυτούς και σε τίποτε
δεν μπορούν βοηθηθούν. Αντίθετα εκείνοι που έφυγαν με ελάχιστη αρετή, με μικρή
ζύμη, με καλή διάθεση δηλαδή, έστω και αν δεν πρόλαβαν να φτιάξουν το ψωμί των
αρετών τους, λόγω ραθυμίας ή αμέλειας ή αναβολής ή δειλίας, τότε αυτοί «οὐκ ἐπιλησθήσονται
παρά τοῦ δικαίου Κριτοῦ καί Δεσπότου», διότι, λέγει ο Άγιος, μόλις πεθάνουν, ο
Θεός θα ξεσηκώσει τους συγγενείς, φίλους και γνωστούς τους, που θα τους συντρέξουν
με προσευχές, θείες λειτουργίες και μνημόσυνα, καθώς και με αγαθοεργίες και
ελεημοσύνες, οπότε θα ελκύσουν το έλεος του Θεού στους αποθανόντες και θα
αναπληρώσουν έτσι των κεκοιμημένων τα υστερήματα[1]. Έτσι το όφελος από τα
μνημόσυνα είναι μεγάλο για τους κεκοιμημένους, αν αυτοί είχαν τη μικρή ζύμη των
αρετών, δηλαδή την αγαθή προαίρεση, την
καλή καρδιά και καλές σχέσεις με την Εκκλησία, έστω και αν δεν κατάφεραν να
ολοκληρώσουν τον «ἄρτον τῶν ἀρετῶν τους»[2].
Μαρία Χατζηνικολάου
φιλόλογος
KΛΑΙΡΗ ΑΓΓΕΛΙΔΟΥ - «Η
ΚΥΡΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ»
Έφυγε πλήρης ημερών, τα ξημερώματα της 1ης Απριλίου 2021, η «Κυρά της Κύπρου» όπως την απεκάλεσαν Ελλαδίτες πολιτικοί, η Κλαίρη Αγγελίδου. Η ΑΓΑΘΗ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑ ΕΧΕΙ ΣΥΝΔΕΣΕΙ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΤΗΣ ΕΚΔΗΜΙΑΣ ΤΗΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΟΙΚΙΛΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ ΤΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΤΣ ΚΥΠΡΟΥ.
Τι ν’
απαριθμήσει κανείς σε λίγες γραμμές απ’ όσα είπε, έγραψε και έπραξε ως
πνευματικός άνθρωπος και ενεργός πολιτικός; Ούτε καν τους
τίτλους των άρθρων της, των συνεντεύξεων της, των επιστολών, των έργων και των
ομιλιών της, στην Κύπρο και στο εξωτερικό. Την ελληνική παιδεία και τον
ελληνικό πολιτισμό υπηρέτησε από κάθε θέση που της εμπιστεύθηκε η Πολιτεία «λόγων τε ρητήρ και έργων πρηκτήρ» κατά
τον Όμηρο, ως εκπαιδευτικός, Γυμνασιάρχης, Βουλευτής, Υπουργός Παιδείας και
Πολιτισμού, Πρόεδρος ή Μέλος Επιτροπών, Οργανώσεων, Ιδρυμάτων, Συλλόγων και ως
ενεργός πολίτης.
Έφερε σε επαφή
την Ελλάδα με την Κύπρο με πολιτιστικό Μνημόνιο αμφίδρομης πορείας. Στην
υπογραφή του Μνημονίου στον τομέα της Παιδείας, στις 20 Ιανουαρίου 1997,
αναφέρει: «Η ελληνική παιδεία υπήρξε δραστική και μείζων δύναμη του Έθνους
και όπλο επιβολής επί των δοκιμασιών και της λήθης. Συνιερουργούσης της
Ορθοδοξίας υψωνόταν ως πνευματικός προμαχώνας και κιβωτός των εθνικών παρακαταθηκών
μας. Αυτές μας κράτησαν, αφού τις κρατήσαμε».
O Άγιος Παΐσιος
ο Αγιορείτης μιλώντας για τα μνημόσυνα και την ωφέλειά τους, σημειώνει: «Τά
μνημόσυνα εἶναι ὁ καλύτερος δικηγόρος γιά τίς ψυχές τῶν κεκοιμημένων. Ἔχουν τήν
δυνατότητα καί ἀπό τήν κόλαση νά βγάλουν τήν ψυχή»[1]. Και κάπου αλλού αναφέρει:
«Ἐγώ κάθε φορά πού ἔχω θεία Λειτουργία στό καλύβι, κάνω μνημόσυνα γιά ὅλους
τούς κεκοιμημένους, τῶν ὁποίων τά ὀνόματα δέν ἐμνημονεύθησαν»[2]. Οι προσευχές των δικαίων
και των αγίων βοηθούν πολύ τους κεκοιμημένους και αυτό το πληροφορούμαστε και
από ένα περιστατικό που αναφέρεται στον βίο της Αγίας Θέκλας, στο οποίο
παραπέμπουν πολλοί Πατέρες, όπως ο Μ. Βασίλειος και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος.
Αναφέρεται ότι όταν η Αγία συνελήφθη από τον ηγεμόνα Αλέξανδρο για να μαρτυρήσει,
μέχρι να δικασθεί, την εμπιστεύθηκε στη συγγενή
του Τρύφαινα, γυναίκα πλούσια και ευγενή, για να τη φυλάει. Η Τρύφαινα
επειδή εκτίμησε τις αρετές της Αγίας, της συμπεριφερόταν σαν να ήταν κόρη της και
στο πρόσωπό της έβλεπε την κόρη της Φαλκονίλλα που είχε πεθάνει λίγες μέρες
πρίν. Η Φαλκονίλλα παρουσιάστηκε στον ύπνο της μητέρας της και της ζήτησε να
παρακαλέσει τη Θέκλα να κάμει δέηση στον Θεό να την απαλλάξει από τα κολαστήρια
της άλλης ζωής και να την κατατάξει στον τόπο των δικαίων. Η Τρύφαινα
παρεκάλεσε τη Θέκλα να προσευχηθεί για την κόρη της, οπότε, όπως τονίζουν οι
Πατέρες, η Αγία Θέκλα με τις προσευχές της έσωσε τη Φαλκονίλλα, αφού αυτό το
σωστικό γεγονός το διαμήνυσε η ίδια στη μητέρα της και πάλι στον ύπνο της,
επιβεβαιώνοντας ότι σώθηκε χάρη στις προσευχές της Θέκλας. Ο Άγιος Ιωάννης ο
Δαμασκηνός σχολιάζοντας το περιστατικό αυτό, προτρέπει να συγκρίνωμεν το
γεγονός, ότι μία Αγία εν ζωή, προσεύχεται για μια ειδωλολάτρισσα και οι
προσευχές της εισακούσθησαν, οπότε πόσο μάλλον ο Θεός εισακούει τις προσευχές
των πιστών που προσεύχονται για τα πιστά κεκοιμημένα μέλη της Εκκλησίας, γι’αυτό
λέγει δεν πρέπει να αμφιβάλλομε ότι εισακούονται οι προσευχές μας υπέρ των
κεκοιμημένων[3].
Μαρία Χατζηνικολάου
φιλόλογος
Σήμερα 200 χρόνια από τότε που η Κύπρος ιερούργησε στους άσπιλους βωμούς
της λευτεριάς της τους ποιμένες της Ιστορίας της αγωνιζόμαστε ενάντια στον ίδιο
σκληρό κατακτητή και ο αγώνας για την ελευθερία της Κύπρου συνεχίζεται,
παίρνοντας άλλες μορφές.
Πιστοί σ’ ένα ομηρικό χρέος, ατενίζουμε με ακλόνητη πεποίθηση το τέλος του
δρόμου που χάραξαν με το αίμα τους στη συκομοριά του Σεραγίου, οι μάρτυρες της
9ης Ιουλίου 1821, όπου μας περιμένει το νέο θαύμα της Ιστορίας μας, η απελευθέρωση της μαρτυρικής γης των
πατέρων μας.
“Το ράσο σου Κυπριανέ πανίερο ανεμίζει
σάμπως σημαία των πόθων μας,
μέσ’ στης σκλαβιάς τα χρόνια
κι η συκαμιά που σε είχανε κρεμμάσει
προλογίζει της λευτεριάς το δέντρο,
λες, με τα πλατιά της κλώνια”.
Ο Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης,
ακολουθώντας την Αποστολική παράδοση, συστοιχεί, λέγοντας: «Κανέν ἄλλον δέν εἶναι
τόσον ὠφέλιμον εἰς τόν κεκοιμημένον, μήτε τόσης εὐφροσύνης αἴτιον καί φωτισμοῦ
καί ἑνώσεως πρός τόν Θεόν, καθώς αὐτό∙ διότι αὐτό τό ἴδιον Αἷμα τοῦ Κυρίου εἶναι
ἐκεῖνο τό ὁποῖον χύνεται ὑπέρ ἡμῶν τῶν ἀχρείων εἰς αὐτήν τήν θυσίαν, καί αὐτό
τό ἴδιον θεῖον Σῶμα εἶναι ἐκεῖνο τό ὁποῖον
θυσιάζεται ἐπάνω εἰς τό ἅγιον θυσιαστήριον»[1].
Ό Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος τονίζοντας
τη σημασία της τέλεσης των μνημοσύνων των επί «φρικτῶν μυστηρίων», λέγει: «Δέν
νομοθετήθηκαν ἀπό τούς ἁγίους Ἀποστόλους χωρίς λόγο οἱ εὐχές γιά τούς ἀπελθόντες
κατά τή διάρκεια τῆς προσφορᾶς τοῦ φρικτοῦ μυστηρίου τῆς Θείας Λειτουργίας.
Γνώριζαν ὅτι προκύπτει μεγάλο κέρδος καί πολύ ὠφέλεια γι’ αὐτούς. Ὅταν ἕνας ὁλόκληρος
λαός ὑψώνη τά χέρια του σέ προσευχή καί μαζί ὅλο τό ἱερατεῖο προσφέρουν τή
φρικτή θυσία, πῶς νά μήν πετύχουμε μέ τίς ἱκεσίες μας τήν θεïκή εὐσπλαχνία; Ἀλλά
αὐτό ἀφορᾶ τούς ἀπελθόντας πιστούς»[2]. Έτσι το καθαυτό μνημόσυνο,
όπως προαναφέρθηκε, είναι η μνημόνευση από τον ιερέα, των κεκοιμημένων, κατά τη
Θεία Λειτουργία, αμέσως μετά τον καθαγιασμό των Τιμίων Δώρων, διότι είναι
μεγάλη τιμή, συμπληρώνει ο ίδιος Πατέρας, να εκφωνείται το όνομα κάποιου την
ώρα που είναι παρών ο Δεσπότης Χριστός και επιτελείται η ανάμνηση εκείνη «τῆς
φρικτῆς θυσίας τῶν φρικτῶν μυστηρίων »[3].
Περισσότερο μάλιστα
συγκινείται ὁ Θεός, ὅταν κάνουμε προσευχή γιά τούς κεκοιμημένους παρά γιά τούς
ζῶντες»[1]. Καί το δικαιολογεί, λέγοντας
κάπου αλλού: «Οἱ κεκοιμημένοι ἔχουν πιό πολύ ἀνάγκη προσευχῆς ἀπό τούς ζῶντες,
γιατί στούς ζῶντες ὑπάρχει καί ἐλπίδα μετανοίας»[2]. Επομένως, μετά θάνατο,
δεν είναι δυνατή η μετάνοια, όπως εξηγεί ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, όχι γιατί ο Θεός δεν δέχεται τη
μετάνοια, αλλά επειδή η ψυχή δεν
τρέπεται και ούτε μεταβάλλεται. Όπως οι δαίμονες και οι άγγελοι έχουν αποκτήσει
την ατρεψία έτσι και οι άνθρωποι μετά θάνατο έχουν το «ἄτρεπτον» το αμετάβλητο
και σταθερό[3].
Υπενθυμίζει σχετικά ο Άγιος Κλήμης, ότι μετά την έξοδο μας «ἐκ τοῦ κόσμου οὐκέτι δυνάμεθα ἐκεῖ ἐξομολογήσασθαι ἤ
μετανοεῖν ἔτι»[4]
και συστοιχεί ο Μ.Βασίλειος, λέγοντας: «ὅτι τῆς μετανοίας καί τῆς ἀφέσεως τῶν ἀμαρτιῶν
ὁ παρών ἐστι καιρός»[5].
Ωστόσο οι Άγιοι Πατέρες, συνιστούν να
προσευχόμαστε και για τους αδελφούς που φεύγουν
«ἐν ἀμαρτίαις», διότι κανένας δεν γνωρίζει τι μπορεί να έχει συμβεί στην
ψυχή τους στις τελευταίες στιγμές της ζωής τους και κανένας δεν γνωρίζει πώς
εργάσθηκε ο φιλάνθρωπος Θεός στην ψυχή τους, όταν παρέδιδαν το πνεύμα τους, αφού
«θέλει πάντας ἀνθρώπους σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν»[6]. Έτσι, όταν προσφέρομε ευχές
και δεήσεις, λέγει ο Κύριλλος Ιεροσολύμων, υπέρ
των κεκοιμημένων, έστω και αν αυτοί είναι αμαρτωλοί, δέν πλέκομε και δεν
προσφέρομε στεφάνι, αλλά προσφέρομε τον Χριστό που θυσιάσθηκε για τις δικές μας αμαρτίες,
ζητώντας και λαμβάνοντας συγγνώμη από τον φιλάνθρωπο Θεό γι’αύτούς και για μας[7]. Και συνεχίζει ο ίδιος
Πατέρας: «Πιστεύουμε ὅτι γίνεται ‟μεγίστη ὄνησιςˮ, δηλαδή μεγάλη ωφέλεια στίς
ψυχές, ὑπέρ τῶν ὁποίων ‟ἀναφέρεται ἡ δέησιςˮ τήν ὥρα πού εἶναι ἐκτεθειμένη ἐπάνω
στήν ἁγία Τράπεζα ἡ ‟φρικωδεστάτη θυσίαˮ»[8].
[1] ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΟΣΙΟΥ, Οἰκογενειακή Ζωή, σ σ. 275-276.
[2] ΙΔΙΟΥ, Λόγοι περί προσευχῆς, σ. 146.
[3] ΙΩ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Κατά Μανιχαίων διάλογος 75, P. G. 94, 1574B.
[4] ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ ΡΩΜΗΣ, Β΄Κορ. VII 3 ΒΕΠΕΣ 1, 42 (35-39).
[5] Μ.ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Ἠθικά, Ὅρ. Α΄, α΄P. G. 31, 700C.
[6] Α΄Τιμ. 2, 4.
[7] ΚΥΡΙΛΛΟΥ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, Μυσταγωγικαί Κατηχήσεις , Ε΄10 ΒΕΠΕΣ 39,
259-260.
[8] ΙΔΙΟΥ, ό.π., Ε΄, 9, 259(32-34).
Μαρία Χατζηνικολάου
φιλόλογος
Με την πεποίθηση ότι το ιερό του
σώμα, σαν αιωνόβιο δένδρο που γέρνει από τα κτυπήματα, όμως πυκνώνουν γύρω του
τα δάση «με τα παραπούλια της νιότης του
Έθνους». Έγνοια του η τύχη των ραγιάδων και γι’ αυτούς οι τελευταίες
προσευχές του στο Μεγαλοδύναμο.
«Θεέ που άκραν εν έσιεις ποττέ στην καλωσύνην λυπήθου μας τζιαι δώσε πιον
χαράν στην ρωμιοσύνην».
Οι σφαγές και η αγριότητα των Τούρκων είχαν επεκταθεί
αμέσως στις Πόλεις και στην Ύπαιθρο του νησιού σε βαθμό που ο Άγγλος περιηγητής
Κάρνε να τις παραβάλει με τις σφαγές της Χίου. Τα σεπτά σώματα των Αρχιερέων
και των Μαρτύρων παραδόθηκαν στους Χριστιανούς της Λευκωσίας και τάφηκαν στον
περίβολο της Φανερωμένης, ανατολικα του Ιερού Βήματος του Ναού.
Του τραγικού τούτου δράματος της
ιστορίας του κυπριακού ελληνισμού ο επίλογος ήταν ένα έγγραφο που υπογράφτηκε
από τον Επίσκοπο Τριμυθούντος, τον Έξαρχο Ιωαννίκιο, τον Αρχιμανδρίτη Νικόλαο
Θησέως και δημοσιεύτηκε σε ιταλική εφημερίδα. “Νομίζομεν ἐνώπιον Θεοῡ καί ἀνθρώπων ὅτι ἔχομεν κάθε
δίκαιον νά μή γνωρίζωμεν πλέον διά διοίκησίν τούς αἱμοβόρους τούτους ληστάς ἀλλά
συμφώνως μέ τούς λοιπούς ἀδελφούς ἡμῶν Ἓλληνας, θέλομεν προσπαθήσει τήν ἐλευθερίαν
τῆς εἰρηνικῆς ἡμῶν, πάλαι μέν μακαρίας ἤδη δέ τρισαθλίας νήσου Κύπρου”.
Οι ψυχές των κεκοιμημένων, επειδή από μόνες τους δεν μπορούν να καλυτερεύσουν τη θέση τους, βοηθούνται με την προσευχή των ζώντων, με τη μνημόνευσή τους «ἐπί τῶν φρικτῶν μυστηρίων»[1], όπως προαναφέρθηκε, αποτελώντας η πράξη αυτή της Εκκλησίας παράδοση και θεσμό από τους Αποστολικούς χρόνους. Γράφει σχετικά ο Άγιος Νεκτάριος: «Ἐξ ὅλων δή τούτων(τῶν σχετικῶν μαρτυριῶν τῶν Ἁγίων Πατέρων) δῆλον γίνεται, ὅτι ἡ ψυχή μετά θάνατον ἀδυνατεῖ νά κάμη τι ἔργον σωτηριῶδες καί νά ἀπαλλαγῇ τῶν τοῦ Ἅδου ἀλύτων δεσμῶν, καί ὅτι μόνον αἱ θεῖαι λειτουργίαι, αἱ προσευχαί τῶν οἰκείων, τῶν δικαίων, αἱ ὑπέρ αὐτῶν γινόμεναι καί αἱ ἐλεημοσύναι γίνονται πρόξενοι σωτηρίας καί ἐλευθερίας ἀπό τῶν δεσμῶν τοῦ Ἅδου»[2]. Μιλώντας πάντα για τις ψυχές των κεκοιμημένων που, κατά κάποιο τρόπο, είναι ‟ὑπόδικεςˮ, ο Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης αναφέρει, ότι έρχονται σε συναίσθηση και ζητούν βοήθεια αλλά επειδή δεν μπορούν να βοηθήσουν τον εαυτό τους, βοηθιούνται θετικά με τις προσευχές των πιστών και τα μνημόσυνα. Ανακουφίζονται οι ψυχές τους, όπως ανακουφίζονται οι φυλακισμένοι, όταν τους παίρνουμε αναψυκτικά κ.λπ. ή όταν μετακομίζουν από μια φυλακή σε άλλη καλύτερη, ή σε δωμάτιο, ή διαμέρισμα. Συνεχίζοντας, αναφέρει πολύ χαρακτηριστικά: «Ὁ Θεός θέλει νά βοηθήση τους κεκοιμημένους, γιατί πονάει γιά τή σωτηρία τους, ἀλλά δέν τό κάνει, γιατί ἔχει ἀρχοντιά. Δέν θέλει νά δώση δικαίωμα στόν διάβολο νά πῆ:‟Πῶς τόν σώζεις αὐτόν, ἐνῶ δέν κοπίασε;ˮ. Ὅταν ὅμως ἐμεῖς προσευχώμαστε γιά τούς κεκοιμημένους, Τοῦ δίνουμε τό δικαίωμα νά ἐπεμβαίνη.
Μαρία Χατζηνικολάου
φιλόλογος
O Βασίλης Μιχαηλίδης, στο ποιητικό του αρισυούργημα “H 9η Ιουλίου του 1821” μας περιγράφει το διάλογο του Ποιμενάρχη Κυπριανού
με το Μουσελλίμ Αγά:
-
“Έχω
στο νου μου Πίσκοπε να σφάξω να κρεμμάσω
τζι αν ειμπορώ που τους Ρωμιούς την Τζιύπρον να
παστρέψω... ”
- “Η ρωμιοσύνη εν φυλή συνότζιαιρη του κόσμου!
Κανένας εν ευρέθηκεν για να την
ιξιλείψει,
Κανένας, γιατί σιέπει την πού τά ’ψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη εν νά χαθεί όντας ο κόσμος
λείψει!
Σφάξε μας ούλλους τζι’ ας γενή το
γαιμα μας αυλάτζι...
κάμε τον κόσμομ ματζιελειόν τζιαι τους
Ρωμιούς τραούλια,
Αμμά ’ξερε πως ύλαντρον όντας κοπει
καβάτζιν
τριγύρω του πετάσσουνται τρακόσια
παραπούλια”.
Tο ‘νιν αντάν να τρω’ την γην, τρώει
την γηθ θαρκέται,
μά πάντα τζιείνον τρώεται τζιαι
τζιείνον καταλυέται. ”
Ο αιμοχαρής Κουτσιούκ Μεχμέτ διέταξε να κλειστούν οι
πύλες της Λευκωσίας και “ἐν τῆ πλατείᾳ
τοῡ πάλαι ποτέ διασήμου Ἀνακτόρου τῶν Λουζινιανῶν Βασιλέων, παρέστη τό
φρικωδέστερον τῶν θεαμάτων, ἀφ’ ὅσα ἡ πολυτλήμων Κύπρος εἶδεν ἀπο τῆς ὑπό τῶν
Τούρκων ἁλώσεώς της” . Πρώτος καρατομήθηκε ο Μητροπολίτης Κιτίου Μελέτιος
και αμέσως μετά οι Μητροπολίτες Πάφου Χρύσανθος και Κυρηνείας Λαυρέντιος. Ο
Αρχιεπίσκοπος Κυπριανός, στον οποίο ο ηγεμόνας υποσχέθηκε ότι δε θα τον
αποκεφάλιζε, απαγχονίστηκε στην πλατεία του Σεραγίου. Σύμφωνα με το Γεώργιο
Κηπιάδη “τό πρωτόλειον το τοῡτο θῡμα, λάβων τήν ἥν ὁ δήμιος ἐκράτει θηλείαν τῆς ἀγχόνης,
ηὐλόγησεν αὐτήν σταυροειδῶς τρεῑς, καί διά φωνῆς βαρείας, εἶπεν: Ἐκτέλεσον ἤδη
τήν ἐντολήν τοῡ ἀπηνοῡς κυρίου σου”.
Ευθυτενής και αγέρωχος αντιμετώπισε την αγχόνη, με γαλήνη ψυχής, με τιμή που αρμόζει στο Έθνος του.
(συνεχίζεται)
Η Εκκλησία, εκδηλώνοντας την αγάπη της για
όλο το ανθρώπινο γένος, καθόρισε το Σάββατο να είναι μέρα μνήμης των Αγίων
μαρτύρων και όλων των κεκοιμημένων, καθώς και κοινά μνημόσυνα που τελούνται δύο
φορές τον χρόνο τα λεγόμενα «Ψυχοσάββατα», μία το Σάββατο προ της Κυριακής της
Απόκρεω και η άλλη το Σάββατο προ της εορτής της Πεντηκοστής. Στο πρώτο
ψυχοσάββατο η Εκκλησία τελεί μνημόσυνο
όλων όσων απέθαναν ερήμην της Εκκλησίας, που δεν έχουν γίνει κανονικά μνημόσυνα
και έχουν στερηθεί την ωφέλειά τους. Στο δεύτερο ψυχοσάββατο γίνεται μνημόσυνο
για όλους τους κοιμηθέντας από Αδάμ μέχρι σήμερα και ευχόμαστε να γίνουν άξιοι
κληρονόμοι της Βασιλείας του Θεού.
Κατά την τέλεση των μνημοσύνων,
παρατίθενται και προσφέρονται κόλλυβα, συνήθεια που επεκράτησε από τον Δ΄αιώνα,
ενώ προηγούμενα προσφέρονταν οίνος και άρτος με ελιές ή ρύζι ή τυρί και είχαν
την προέλευσή τους από τα νεκρικά δείπνα που αναφέρονται στις Αποστολικές
Διαταγές[1]. Τα κόλλυβα έχουν βαθύ
δογματικό συμβολισμό και συμβολίζουν την εκ νεκρών ανάσταση των σωμάτων, αφού ο
ίδιος ο Χριστός παρομοίωσε το Σώμα του και την εκ νεκρών Ανάστασή του με το
σιτάρι που, αν δεν χωθεί και σαπίσει μέσα στο χώμα, μένει μόνο του και δεν
πολλαπλασιάζεται. Εάν χωθεί και σαπίσει στο χώμα, θα φυτρώσει και θα δώσει
καρπό πολλαπλάσιο[2]. Έτσι
και ο Χριστός με τον θάνατο και την ταφή του σώματός του στη γη, καρποφόρησε
μετά την ανάστασή του, την αιώνια ζωή, για ολόκληρο τον κόσμο. Ο Άγιος Παΐσιος
ο Αγιορείτης επικαλούμενος το Αγιογραφικό, «σπείρεται ἐν φθορᾷ, ἐγείρεται ἐν ἀφθαρσίᾳ»[3], συνιστούσε την προσφορά
κολλύβων: «Κι ἐσεῖς σέ κάθε Θεία Λειτουργία νά διαβάζετε κόλλυβο γιά τούς
κεκοιμημένους. Ἔχει νόημα το σιτάρι...»[4].
Μαρία Χατζηνικολάου
φιλόλογος
Έτσι άρχισε η φρικτότερη τρομοκρατία που γνώρισε το νησί
την εποχή της Τουρκοκρατίας. Ο Άγγλος περιηγητής Κάρνε που παρακολούθησε από
κοντά τα τραγικά εκείνα γεγονότα αναφέρεις: “Όταν ἠρώτησα τόν Ἀρχιεπίσκοπον, διατί ἐν τῷ μέσῳ τοιούτων
κινδύνων δέν ἐμερίμνησε διά τήν ἰδίαν αὐτοῡ σωτηρίαν καί διατί δέν ἐγκατέλιπε
τήν νῆσον αὐτός ἐδήλωσεν: Θά παραμείνω διά να προσφέρω πᾱσαν δυνατήν προστασίαν
εἰς τό ποίμνιό μου, μέχρι τῆς τελευταίας μου πνοῆς καί ἔχω ἀπόφασιν νά
συναπολεσθῶ μετ’ αὐτών”.
O
Κουτσούκ Μεχμέτ, o σκληρός Τούρκος διοικητής της Κύπρου, προέβη σε
καταγγελίες εναντίον προσώπων, κοινοτήτων, μονών, όπου και έγιναν έρευνες και
διώξεις καθώς και φυλακίσεις. Μέσα σ’ εκείνη την απάνθρωπη αγριότητα των
κατακτητών ο φιλεύσπλαχνος Τούρκος άρχοντας Κιόρογλου, κινούμενος από αισθήματα
φιλανθρωπίας, προσπάθησε να πείσει τον Αρχιεπίσκοπο Κυπριανό να καταφύγει σε
Προξενία της Λάρνακας για να σώσει τη ζωή του. Ο ίδιος, μάλιστα, προσεφέρθη να
τον βοηθήσει στη διαφυγή με δικό του αμάξι. Ο Εθνάρχης Κυπριανός, πιστός σ’ ένα
προμηθεϊκό χρέος, επανέλαβε τη γνωστή ιστορική απάντηση που οι Έλληνες μαχητές
και πρόμαχοι δίνουν σε παρόμοια ιστορικά διλήμματα. “Αν φύγω, Κιόρογλου, το κακό θα ξεσπάσει σε μεγαλύτερο
βαθμό. Καλύτερα να πεθάνω εγώ παρά ν’ απολεσθούν περισσότερες ζωές”.
“Παρά το γαίμα τους πολλούς εν
κάλλιον του Πισκόπου”.
Eκτός
των ευχών και προσευχών που αναπέμπονται στη θεία λατρεία, για τους κεκοιμημένους,
η Εκκλησία όρισε να τελούνται και οι ακολουθίες των μνημοσύνων σε τακτές μέρες,
στις τρεις, στις εννέα, στις σαράντα μέρες, μετά το θάνατό τους, και στους τρεις, στους έξι και στους εννέα μήνες,
καθώς και τα ετήσια μνημόσυνα. Για το χρόνο τέλεσης των μνημοσύνων
υπάρχουν διάφορες ερμηνείες, που σχετίζονται με αντιλήψεις και γεγονότα της
Παλαιάς Διαθήκης, αλλά και γεγονότα της Καινής Διαθήκης, όπως η τριήμερη Ανάσταση
του Χριστού και η Ανάληψή του.Υπάρχουν και άλλες ερμηνείες που δίνουν άλλο
συμβολισμό στα τριήμερα και εννεάμερα, αυτό της Αγίας Τριάδος και των εννέα
ταγμάτων των Αγγέλων, αντίστοιχα[1].
Τα μνημόσυνα τα συναντούμε απο την Παλαιά
Διαθήκη[2] και την Καινή Διαθήκη[3], γι’ αυτό είχαν καθιερωθεί
από τους πρώτους Χριστιανικούς χρόνους. Οι «Ἀποστολικές Διαταγές» συνιστούν την
τέλεση των μνημοσύνων για τους κεκοιμημένους,
καθώς και τον χρόνο τέλεσής τους: «Ἐπιτελείσθω δέ τρίτα τῶν κεκοιμημένων
ἐν ψαλμοῖς καί ἀναγνώσμασιν καί προσευχαῖς διά τόν διά τριῶν ἡμερῶν ἐγερθέντα
καί ἔνατα εἰς ὑπόμνησιν τῶν περιόντων(αυτών που ζούν) καί τῶν κεκοιμημένων καί
τεσσαρακοστά κατά τόν παλαιόν τύπον∙ Μωσῆν γάρ οὕτως ὁ λαός ἐπένθησεν καί ἐνιαύσια
ὑπέρ μνείας αὐτοῦ∙ καί διδόσθω ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐτοῦ πένησιν εἰς ἀνάμνησιν αὐτοῦ»[4]. Είναι τόσο λεπτομερής και
σημαντική η μαρτυρία αυτή για τα μνημόσυνα στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους,
που δεν παραλείπει να αναφερθεί και στην ελεημοσύνη που πρέπει να συνοδεύει το
μνημόσυνο, που, όπως θα αναφέρουμε πιο κάτω, ωφελεί πολύ την ψυχή του
κεκοιμημένου.