Παρασκευή 30 Ιανουαρίου 2015




Μητροπολίτης Πάφου Γεννάδιος
Μια οσιακή μορφή της Κύπρου

Χριστόδουλος Βασιλειάδης
Δρ. Θεολογίας - Μουσικολόγος

            Του χρόνου κλείνουν τριάντα χρόνια από την κοίμηση μιας οσιακής μορφής του τόπου μας, του μακαριστού μητροπολίτη Πάφου Γενναδίου.
Είχαμε την μεγάλη χαρά και ευλογία να γνωρίσουμε τον μακαριστό μητροπολίτη Πάφου Γεννάδιο από κοντά, στα τελευταία χρόνια της ζωής του. Τον γνωρίσαμε τόσο στην «κατακόμβη», όπου ιερουργούσε, όσο και στα διάφορα μοναστήρια, στα οποία τον παίρναμε για προσκύνημα.
Είχε μεγάλη αγάπη για τον μοναχισμό. Έλεγε πάντα για τους μοναχούς: «Μαρία δε την αγαθήν μερίδα εξελέξατο, ήτις ούκ αφαιρεθήσεται απ’ αυτής», αφού το χωρίο αυτό αναφέρεται σε όσους πιστούς εγκατέλειψαν τα πρόσκαιρα και γήινα και αφοσιώθηκαν εξ ολοκλήρου με όλο τους το είναι στο Χριστό.
Το πρώτο του χαρακτηριστικό γνώρισμα ήταν η ταπείνωση. Έβλεπες το πρόσωπό του και η μορφή του σου θύμιζε το εικόνισμα ενός αγγέλου ή ακόμη άλλων αγίων και ιδιαιτέρως μας θύμιζε τη μορφή του αγίου Νεκταρίου. Έλεγε χαρακτηριστικά ότι η μεγαλύτερη αρετή είναι η ταπείνωση, την οποία δεν έχουμε. Για να την αποκτήσουμε χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια. Είναι καλά να αρχίσουμε πρώτα από τα μικρά, να καλλιεργούμε την υπακοή, και σταδιακά να ανεβαίνουμε τη σκάλα και των άλλων αρετών.
Επίσης, χάριν της ειρηνεύσεως της Εκκλησίας της Κύπρου, σε χρόνους δύσκολους και χρόνους αντιπαραθέσεων μεταξύ των εκκλησιαστικών ταγών και του ποιμνίου, φρόντισε για το σταμάτημα του διχασμού. Είχε την ταπείνωση και την τόλμη να διαδραματίσει καίριο λόγο για τη συνδιαλλαγή των ιεραρχών μεταξύ τους και έτσι να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για να γαληνεύσει η Εκκλησία. Παρ’ όλον ότι, σύμφωνα με τους ιερούς κανόνες της Εκκλησίας μας, οι περί τον μητροπολίτη Πάφου ιεράρχες και πιστοί χριστιανοί βρισκόντουσαν εν εκκλησιαστικώ δικαίω, δεν δίστασε να θυσιάσει τα γήινα χάριν των επουρανίων.
Η αγάπη του προς την Παναγία ήταν απέραντη. Όταν μας μιλούσε για το πρόσωπο και τις αρετές της Υπεραγίας Θεοτόκου τα μάτια του βούρκωναν. Συχνά μας έψαλλε τον ύμνο «Σταύρος, ο φύλαξ πάσης της οικουμένης».
Χαρακτηριστική ένδειξη της αγνής και παιδικής ψυχής του ήταν και η αγάπη του σε νεανικά χριστιανικά τραγούδια. Έψαλλε, όταν το καλούσαν οι περιστάσεις, το χριστιανικό τραγούδι: «Ελάτε νιάτα στον λυτρωτή, στον σταυρωμένο θριαμβευτή» και το «Θέλω να ψάλλω του Θεού, το όνομα να ψάλλω» και κατέληγε σε εκκλησιαστικούς ύμνους από τις ιερές ακολουθίες.
Όταν άρχιζε η νηστεία της Μεγάλης Τεσσαρακοστής και μάλιστα τη «Δευτέρα της Καθαράς», αποσυρόταν εν σιωπή και ησυχία στο δωμάτιό του και αφιερωνόταν αποκλειστικά στην προσευχή.
Του άρεσε η τάξη σε όλα, ακόμη και στο τυπικό πρόγραμμα της καθημερινότητάς του. Σε καθορισμένες ώρες έκανε την προσευχή του και διήγε την ημέρα του εν πνευματική θεωρία.
Όταν κοιμήθηκε δεν βρέθηκε τίποτα δικό του για να αφήσει στους συγγενείς και φίλους, εκτός από λίγα βιβλία, το ευαγγέλιό του και τη γραφική ύλη, την οποία χρησιμοποιούσε για να γράφει όταν χρειαζόταν λόγους συμβουλευτικούς, πνευματικούς και αγίους.
Αισθανόμαστε τη βεβαιότητα ότι έχουμε στους ουρανούς ένα θερμό μεσίτη προς τον Κύριο. Ας τον παρακαλούμε να πρεσβεύει προς τον Κύριο για τον καθένα μας προσωπικά, αλλά και για όλη την μαρτυρική μας νήσο.

Πέμπτη 29 Ιανουαρίου 2015










Κωνσταντίνος Καβάφης –Κεριά
Δρ. Χριστόδουλος Βασιλειάδης

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης γεννήθηκε το 1863 στην Αλεξάνδρεια και πέθανε το 1933 πάλιν εις την Αλεξάνδρεια, τη μέρα που συμπλήρωνε 70 χρόνια ζωής. Θεωρεί τον εαυτό του Κωνσταντινουπολίτη την καταγωγήν. Έζησε μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας στην Αγγλία.
Ο Καβάφης επεξεργαζόταν για χρόνια ένα στίχο από τα ποιήματά του, προτού δημοσιευτούν. Τα ποιήματά του χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες, τα ιστορικά, τα αισθησιακά και τα φιλοσοφικά. Στα ποιήματά του χρησιμοποιεί σαν γλώσσα ένα μίγμα καθαρεύουσας και δημοτικής, ο λόγος του είναι λιτός, τα ποιήματα του είναι πολύ σύντομα και σχεδόν απουσιάζει παντελώς η ομοιοκαταληξία.
Στο ποίημα «Κεριά» ο Κ. Καβάφης εκφράζει την ανησυχία του για το πόσο σύντομα περνά ο χρόνος. Το γεγονός αυτό το εκφράζει με μια απλή και πολύ παραστατική παρομοίωση: Οι μέρες του παρελθόντος βρίσκονται πίσω, σαν μια γραμμή από θλιβερά σβησμένα κεριά, ενώ οι μέρες του μέλλοντος βρίσκονται μπροστά του σαν μια σειρά από κεριά αναμμένα, χρυσεστά και ζωηρά. Ο ποιητής επιλέγει τα αναμμένα κεριά του μέλλοντος, αφού  αυτά συμβολίζουν την ελπίδα και αισιοδοξία για το μέλλον. Όσον αφορά τη σύλληψη, είναι ένα από τα απλούστερα ποιήματα.
Όμως δια μέσου του ποιήματος ο ποιητής εκφράζει τα συναισθήματά του. Η εικόνα με τα σβησμένα κεριά μεταδίδει στον αναγνώστη την απελπισία του ποιητή, για το πόσο γρήγορα περνούν οι μέρες της ζωής του. Τα αναμμένα κεριά καλύπτουν μόνο την πρώτη στροφή του ποιήματος, ενώ ο ποιητής ασχολείται με τα σβησμένα κεριά του παρελθόντος στις άλλες τρεις στροφές.
Το ποίημα δεν μπορεί να θεωρηθεί αλληγορικό, αλλά οραματικό. Από το ποίημα απουσιάζει η ομοιοκαταληξία. Ο στίχος του είναι ελεύθερος και απέριττος, είναι δε ιαμβικός ανισοσύλλαβος. Ο τόνος του ποιήματος είναι μελαγχολικός.