Με το βάπτισμα απαλλάσσεται ο άνθρωπος από
το προπατορικό αμάρτημα και τις συνέπειές του, που είναι η ροπή προς την
αμαρτία, η ευπάθεια και η ασθένεια. Ο άνθρωπος δεν κληρονόμησε την ενοχή
του προπατορικού αμαρτήματος αλλά τις
συνέπειές του[1],
γιατί με τη γέννησή του έχει καθαρό νου, που βρίσκεται στον φωτισμό,
συνιστώντας το κατά φύσιν. Οι συνέπειες αναπτύσσονται τρόπο τινά καθώς
μεγαλώνει το παιδί και με την πάροδο του χρόνου. Έτσι τα έμβρυα και τα νήπια
που πεθαίνουν αβάπτιστα, στερούνται του
εκκλησιαστικού δωρήματος του βαπτίσματος, του να εκκεντρισθούν δηλαδή στο Σώμα
του Χριστού, την Εκκλησία, και να αποκτήσουν τη δυνατότητα της υπέρβασης της
φθοράς της αμαρτίας και του θανάτου. Αλλά, επειδή δεν έχουν βιώσει κάτι απο τις
συνέπειες του προπατορικού αμαρτήματος, δηλαδή την αμαρτία, ζουν την κατά φύσιν
ζωή και δεν έχουν ανάγκη να καθαρθούν και έτσι απολαμβάνουν της θείας
φωτοχυσίας[2]. Σημειώνει χαρακτηριστικά
ο Γρηγόριος Νύσσης: «Τό δέ ἀπειρόκακον νήπιον μηδεμιᾶς νόσου τῶν τῆς ψυχῆς ὀμμάτων
πρός τήν τοῦ φωτός μετουσίαν ἐπιπροσθούσης, ἐν τῷ κατά φύσιν γίνεται, μή
δεόμενον τῆς ἐκ τοῦ καθαρθῆναι ὑγιείας, ὅτι μηδέ τήν ἀρχήν τήν νόσον τῇ ψυχῇ
παρεδέξατο»[3].
Τα νήπια και έμβρυα που πεθαίνουν αβάπτιστα
είναι τέλειοι άνθρωποι και γνωρίζουν, όπως όλοι οι κεκοιμημένοι, τα συμβαίνοντα
στον άλλο και στον παρόντα κόσμο[4]. Η Εκκλησία, επειδή δεν
είναι μέλη της δεν μπορεί να τελέσει την κηδεία τους, όχι από ασπλαχνία αλλά
επειδή τηρεί την ίδια στάση για όλους τους μη βαπτισμένους. Ωστόσο η αγάπη του
Θεού έχει χώρο και γι’αυτά. Και, όπως η Εκκλησία θεώρησε μάρτυρες τα
δεκατέσσερεις χιλιάδες νήπια της Βηθλεέμ, διότι βαπτίσθησαν στο αίμα του
μαρτυρίου τους, έτσι και τα θύματα εμβρυοκτόνων και παιδοκτόνων ανθρώπων, θα
μπορούσε να θεωρηθούν και αυτά μάρτυρες, γιατί και αυτά βαπτίσθηκαν στο ίδιό
τους το αίμα[5].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου