Μαρία Χατζηνικολάου
φιλόλογος
Όταν δεν είχε
απομείνει πια κανένας, η μοιχαλίδα σηκώθηκε όρθια. Το βλέμμα της είχε ζωηρέψει και τα χλωμά της
μάγουλα άρχισαν να κοκκινίζουν. Μέσα της
όμως δεν υπήρχε μόνο η χαρά, γιατί σώθηκε.
Είχε δει τους εχθρούς της τρομαγμένους, ταπεινωμένους και μέθυσε από τη
δίψα της εκδίκησης. Ήθελε να χορέψει,
εδώ στον καταραμένο αυτό τόπο, μπροστά σ’ αυτές τις πέτρες, που χάριν της
δικαιοσύνης θα την κομμάτιαζαν.
Τότε ο ξένος Κύριος
ανασηκώθηκε και την κοίταξε. «Πού είναι
ο άλλοι» ρώτησε. «Κανένας δεν σε
καταδίκασε;» «Κύριε, κανένας» Απάντησε εκείνη.
Και συγχρόνως αισθάνθηκε ότι ήταν αδύνατο να συγκρατήσει τη χαρά της. Τώρα, έπρεπε να χορέψει. Αλλά ακόμη την κοίταζε ο Κύριος. Έβλεπε την αχαλίνωτη, ζωώδη χαρά που υπήρχε
μέσα της. Έβλεπε ο Κύριος ότι δεν
αισθανόταν καθόλου μετάνοια, ότι ήταν γεμάτη από μίσος και εκδίκηση και σαρκική
επιθυμία. Αυτή γνώριζε ότι Εκείνος τα
έβλεπε όλα αυτά και η επιθυμία της για χαρά έσβησε. Άρχισε να φοβάται. Νόμιζε ότι τώρα ήταν η σειρά του να την
καταδικάσει. Αλλά μέσα στον φόβο της τον
άκουσε να της λέγει: «Κι εγώ δεν σε καταδικάζω.
Πήγαινε και πρόσεχε να μην αμαρτάνεις πλέον»
Μόλις ειπώθηκαν αυτές οι λέξεις της χάριτος και της αγάπης, έγινε στην ψυχή της γυναίκας ένα μεγάλο θαύμα. Άναψε μέσα της ένας μικρός σπινθήρας, μια ακτίνα του θείου μεγαλείου εισχώρησε μέσα της, και ζέστανε ήρεμα τους φόβους και τις αγωνίες της, όλες τις νύχτες και όλες τις μέρες της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου