Μαρία Χατζηνικολάου
φιλόλογος
Ο πρώτος που
πλησίασε το λίθινο σωρό, ήταν ο πατέρας της μοιχαλίδας. Ήταν δικός του ο βλαστός κι αισθανόταν γι’
αυτό πιο βαθειά την ντροπή. Έσκυψε, για
να σηκώσει μια πέτρα, αλλά τότε καρφώθηκε το βλέμμα του στο χώμα. Και εκεί είδε γραμμένο, ίσως όχι με γράμματα,
πάντως τελείως καθαρά, ευδιάκριτα κι αποκαλυπτικά, ένα φόνο, που είχε κάνει
πριν πολλά χρόνια και δεν είχε ακόμα αποκαλυφθεί. Αντικρύζοντάς το ο πατέρας οπισθοχώρησε με
φρίκη, και με τρελή σπουδή, χωρίς καν να πάρει το μανδύα του, που είχε αφήσει. Έφυγε τρέχοντας. Τότε έτρεξε ο αδερφός προς τα εκεί, για να
επανορθώσει τη συμπεριφορά του πατέρα, που τη νόμισε για αδυναμία ενός
ηλικιωμένου ανθρώπου για το παιδί του. Αλλά,
καθώς έσκυψε για να σηκώσει την πέτρα, που θα εξεσφενδόνιζε κατά της αδερφής
του, που τον είχε ατιμάσει, έπεσε το βλέμμα του στο έδαφος. Τότε είδε χαραγμένη όχι με γράμματα, ίσως,
αλλά καθαρά και κατανοητά μια βεβήλωση του Ναού, που είχε διαπράξει κάποτε και
που αν γινόταν γνωστή, θα ετιμωρείτο με στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων. Τον κατέβαλε φρίκη! Προχώρησε προς τη γραφή
για να τη σβήσει, αλλά έλαμπε σαν φωτιά.
Έφυγε τρέχοντας σπρώχνοντας όλους όσοι στεκόντουσαν εμπόδιο στο δρόμο
του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου