Μαρία Χατζηνικολάου
φιλόλογος
Ο Μαντάς, εχούμενος κι ευλογημένος, είχε περβόλια και χωράφια,
λόφους και κάμπους. Λιγόλογος και καλοσυνάτος. Όταν κλέφτες του παίρναν τα
λαχανικά του και τους καρπούς των δέντρων του από τα περβόλια του, αυτός
κρυβότανε μπας και τον δούνε και προσβληθούν, οι κλέφτες. Δεν ήταν αυτό
αγιότητα, ήταν η μεγαλοφυία της καλοσύνης. Σίγουρα όμως, στο γάμο του με τη
Ρήγαινα δεν γνώρισε πλήξη. Ποτέ δεν ήξερε τι θα του ξημερώσει η άλλη μέρα, ποτέ
δεν ήξερε κατά πού θα φυσήξει ο άνεμος.
Γελαστή και καλοσυνάτη η Ρήγαινα, ειρηνική και κείνος
υποχωρητικός και γεμάτος αγάπη. Μια ιστορία γεμάτη κέφι και γοητεία. Μέσα σ’
όλες τις απασχολήσεις της, ζυμώματα, πλυσίματα, καθαρίσματα, είχε και τη
φροντίδα του Χαραλάμπη. Ήταν ένας από τα πολλά της εγγόνια, γιος της κόρης της,
της Μυροφόρας, που της έμοιαζε κι αυτός, όπως και άλλα δεκάδες παιδιά, εγγόνια
και δισέγγονα, στα μάτια, αυτά τα μεγάλα, της γαλήνης γαλανά. Ο Χαραλάμπης
αρρώστησε μικρός από πολιομυελίτιδα και τον λέγανε ο παλαβός. Ευερέθιστος,
άνθρωπος ευκολόπιστος, ήταν το κορόιδο μικρών και μεγάλων. Σκληροί που είναι οι
άνθρωποι για τον αδύνατο συνάνθρωπο.
Ο Χαραλάμπης κοιμότανε όπου έβρισκε
καταφύγιο. Τον ξεγελούσαν οι επιτήδειοι και για λίγες δεκάρες ξεπουλούσε το
νοικοκυριό της μάνας του, τα χάλκινα τηγάνια και τα πιατικά, τα τσουκάλια, τα
μπρίκια, τα χαρτζιά. Σαν το αθώο το παιδί γελούσε να παρατηρεί τα κλωσσοπούλια,
τα πουλιά καί τα λουλούδια, μα όταν καταλάβαινε ότι κάποιος τον παρατηρούσε, το
πρόσωπό του γινόταν παγερό. Γελούσε ακόμα σε μια ακτίνα ήλιου, στις κλωστές της
βροχής, με λίγα λόγια σε ό,τι έδινε ο ουρανός και η γη, χωρίς τη μεσολάβηση
ανθρώπου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου