Είναι φανερό ότι ο Απ. Παύλος
προσπαθεί με την επιστολή του, αφ’ενός μεν να δώσει θάρρος στους Θεσσαλονικείς,
γιατί φαίνεται είχαν να αντιμετωπίσουν την αντίδραση και τους διωγμούς των
φανατικών Ιουδαίων, αφ’ετέρου δε να απαντήσει στις απορίες και τους
προβληματισμούς τους, για το μυστήριο
και δόγμα της Ανάστασης, που οι πιστοί συναντούσαν μεγάλες δυσκολίες στην
αποδοχή του, κυρίως οι μεταξύ των εξ εθνών Χριστιανοί. Στούς εθνικούς ήταν
ακατανόητη η αντίληψη περί ανάστασης των νεκρών σωμάτων, διότι η επικρατούσα
τότε αρχαία φιλοσοφική σκέψη, πίστευε σε κατά φύσιν αθάνατη ψυχή και κατά φύσιν
θνητό σώμα, στο οποίο φυλακίσθηκε η ψυχή και επομένως η λύτρωσή της συνίσταται
στην αποδέσμευσή της από το σώμα. Έτσι εξηγείται γιατί αντέδρασαν οι Αθηναίοι
στο κήρυγμα του Παύλου στον Άρειο Πάγο, όταν αναφέρθηκε στην ανάσταση των
νεκρών.
Ο
Παύλος στηρίζει την ανάσταση των κεκοιμημένων στο θεμέλιο της ανάστασης του Χριστού,
που είναι η «ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων»[1] και «πρωτότοκος τῶν νεκρῶν»[2]. Μετά την ανάσταση του
Χριστού, δεν υπάρχει θάνατος υπό την έννοια ότι κανένας νεκρός δεν θα μείνει
στον τάφο, διότι αυτή ακριβώς, είναι ο αρραβώνας της ανάστασης των σωμάτων όλων
των κεκοιμημένων. Είναι το προοίμιο της δικής μας ανάστασης, αφού νικήθηκε το κράτος του θανάτου και δόθηκε ως δώρο σε
όλους τους ανθρώπους η μελλοντική ανάστασή τους. Αυτή η μεγάλη αλήθεια αποτελεί
και το κέντρο του κηρύγματος των Αποστόλων. «Εἰ δέ Χριστός οὐκ ἐγήγερται, κενόν
ἄρα τό κήρυγμα ἡμῶν, κενή δέ καί ἡ πίστις ἡμῶν»[3], αλλά και η προσδοκία της
Εκκλησίας, όπως καταγράφηκε από τους θεόπνευστους Πατέρες της στο Σύμβολο της
Πίστεως μας: «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν καί ζωήν τοῦ μέλλοντος αἰῶνος, Ἀμήν».
Γι’αυτό και ο Παύλος συμβουλεύει τους πιστούς της Θεσσαλονίκης να μην λυπούνται
για τους κεκοιμημένους τους, όπως κάμνουν αυτοί που δεν έχουν ελπίδα, γιατί δεν
προσδοκούν και δεν πιστεύουν στην ανάστασή τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου