Μαρία Χατζηνικολάου
φιλόλογος
Στο χωριό της, το Κάρμι της Κερύνειας, τα σπίτια είναι
απλόχερα και φιλόξενα, με τις πόρτες να κλείνουν μόνο με το μάνταλο, τα
συρτάρια με τα χρυσαφικά μ’ ένα κλειδί, ακουμπισμένο ανέμελα πάνω στον κομμό.
Εκεί μεγάλωσε η Ρήγαινα, απλή και αλλέργα, σαν τον αγέρα πού ’δερνε τη θάλασσα
και το νησί, ροδομάγουλη και κελαδίστρα, πλούσια στην καρδιά, χαρά Θεού κι
ευλογία της Παναγιάς. Την είδε και τρελάθηκε ο Γιάννης ο Μαντάς. Τον τρέλαναν
τα μεγάλα της μάτια, της γαλήνης γαλανά και πίστεψε πως μέσα τους έκλειναν την
ευτυχία, που μπορούσε να γευτεί κι ας ήξερε τα καμώματά της. Σκορποχέρα, μάτια
μου. Καμώματα της νιότης, σκέφτηκε. Δεν τό’ ξερε πως πολύ λίγα πράγματα αλλάζει
ο χρόνος στον άνθρωπο. Πού να φανταστεί πως το ευλογημένο αυτό φυσικό της θά
’κανε να φευγατίζονται από το νοικοκυριό του τα αγαθά του κόπου του, στους
ζητιάνους και στις ζητιάνες. Μόνο για ένα πράγμα ήταν βέβαιος, πως κανενός τα
πεθαμένα δεν θα συγχωριόντουσαν τόσο συχνά όσο τα δικά του.
Και την παντρεύτηκε. Κι η Ρήγαινα
μετέφερε τη δράση της από το χωριό της, το Κάρμι, στο νέο της χωριό, τη δροσάτη
Δευτερά. Και χωρίς νοσταλγίες για το χωριό της και σκασίλες, κοίταζε πάντα το
παρόν και δεν κοίταζε το μέλλον και τα κομποδέματα. Κι έγινε η Ρήγαινα με τα
όλα της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου