Έτσι όλα αυτά τα χαρίσματα που
εμπεριέχονται στο «κατ’ εἰκόνα», πού αποτελεί το «ἐν ἐνεργείᾳ» δώρο του Θεού,
εάν διατηρηθούν με ακρίβεια και αυξηθούν, οδηγούν στο «καθ’ ὁμοίωσιν», που αποτελεί το «ἐν δυνάμει» δώρο του Θεού. Γράφει
χαρακτηριστικά ο Γρηγόριος Νύσσης:«Ἐν τῇ πρώτῃ κατασκευῇ συνυπάρχει ἡμῖν τό
κατ’εἰκόνα γεγενῆσθαι Θεοῦ∙ ἐκ προαιρέσεως ἡμῖν κατορθοῦται τό καθ’ ὁμοίωσιν εἶναι
Θεοῦ. Τοῦτο δέ τό κατά προαίρεσιν, δυνάμει ἡμῖν ἐνυπάρχει∙ ἐνεργείᾳ δέ ἑαυτοῖς ἐπάγομεν»[1]. Επομένως το «καθ’ ὁμοίωσιν
εἶναι δυναμική καί αὐξητική κατάσταση τῶν θείων δωρεῶν, τίς ὁποῖες ἀπεργάζεται ὁ
Θεός, πολλαπλασιάζοντας τό κατ’ εἰκόνα στό πρόσωπο τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ἔχοντας ὡς
συνεργό τή θέληση καί τόν ἀγώνα τοῦ ἀνθρώπου»[2].
Έτσι ο Θεός, κατασκευάζοντας τον άνθρωπο
ως ψυχοσωματική οντότητα και προικίζοντάς τον με το «κατ’εἰκόνα» και τα
συνεπακόλουθα θεία χαρίσματα με κυρίαρχα το λογικό και το αυτεξούσιο, του έδωσε
τη δυνατότητα, διατηρώντας, αυξάνοντας και πολλαπλασιάζοντάς τα, να φθάσει στο
«καθ’ ὁμοίωσιν», να γίνει κατά χάριν Θεός. Την μεν ψυχήν του ανθρώπου, ο Θεός
τη δημιούργησε κατά χάριν, ασώματη,
λογική και αθάνατη, που ως τέτοια ζωοποιεί το σώμα[1], το δε σώμα το δημιούργησε
απαλλαγμένο από κάθε πόνο, θλίψη, κόπο, φθορά και θάνατο[2]. Ωστόσο το σώμα, κατά τον
Θεόφιλο Αντιοχείας, δεν ήταν άφθαρτο και αθάνατο αλλά ήταν επιδεκτικό και της
φθοράς και της αφθαρσίας, διότι ο Θεός
ούτε αθάνατο έπλασε τον άνθρωπο, ούτε όμως και θνητό, αλλά τον έπλασε δεκτικό
και των δύο[3].
Για να φθάσει στην αθανασία ο άνθρωπος έπρεπε, ασκώντας το αυτεξούσιό του, να
πετύχει το «καθ’ ὁμοίωσιν». Γιατί λοιπόν αφού ο άνθρωπος είχε τη δυνατότητα της
αθανασίας, κατέστη τελικά θνητός και φθαρτός; Πώς ο θάνατος εισήλθε στο
ανθρώπινο γένος;
(συνεχίζεται)
[1] ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς Ἀνδριάντας, Ὁμ,11,2 P. G. 49, 122.
[2] ό.π., P. G. 49, 121.
[3] ΘΕΟΦΙΛΟΥ ΑΝΤΙΟΧΕΙΑΣ, Πρός Αὐτόλυκον, Β΄ 27 ΒΕΠΕΣ 5, 39, 25-31.
[1] ό.π., 273ΑΒ.
[2] Ν. ΝΙΚΟΛΑΪΔΗ, Θέματα Πατερικῆς Θεολογίας, σ. 228.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου