Βέβαια τα πιο πάνω θα επισυμβούν επειδή το φιλάνθρωπο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου και τη επαναγωγή του στην προπτωτική κατάσταση προνόησε, ώστε ο ενανθρωπήσας Χριστός να νικήσει τον θάνατο με τον σταυρικό του θάνατο και ο αναστημένος Θεάνθρωπος να ανοίξει τις πύλες του Παραδείσου. Στό Δοξαστικό ιδιόμελο της νεκρώσιμης ακολουθίας σε πλάγιο του τετάρτου, ο υμνωδός ιστορεί τον «θάνατο» του θανάτου, λέγοντας: «Ὁ θάνατός σου, Κύριε, ἀθανασίας γέγονε πρόξενος∙ εἰ μή γάρ ἐν μνήματι κατετέθης, οὐκ ἄν ὁ παράδεισος ἠνέωκτο∙...»[1]. Σε ένα μάλιστα Μακαρισμό της νεκρώσιμης ακολουθίας ψάλλομεν: «Ζωῆς ὁ κυριεύων καί τοῦ θανάτου, ἐν ταῖς αὐλαῖς Ἁγίων ανάπαυσον...»[2], όπως και στη συγχωρητική ευχή, μετά τα Αναγνώσματα, ο ιερέας διαβάζει: «Ὁ Θεός τῶν πνευμάτων καί πάσης σαρκός, ὁ τόν θάνατον καταπατήσας, τόν δέ διάβολον καταργήσας καί ζωήν τῷ κόσμῳ σου δωρησάμενος∙...»[3]. Επομένως ο Χριστός, ο Θεός Λόγος, ως «κυριεύων» του θανάτου, μπορούσε να τον καταργήσει και να τόν καταπατήσει με όποιο τρόπο ήθελε, ωστόσο έπρεπε να γίνει η θεία Ενανθρώπηση, για να πάρει ολόκληρη την ανθρώπινη φύση, διότι, όπως ερμηνεύει ο Θεολόγος Γρηγόριος, αυτό που δεν προσλαμβάνεται μένει αθεράπευτο και ό,τι ενώνεται με τον Θεόν «τοῦτο καί σώζεται»[4]. Έτσι ο Χριστός, κατά τον Μ. Αθανάσιο, έλαβε θνητό σώμα, όπως το δικό μας, για να το επαναφέρει στην αθανασία, όντας ο ίδιος αυτοζωή, για να είναι δυνατό ο θάνατος να εξαφανιστεί σ’αυτό και οι κατ’ εικόνα Θεού άνθρωποι να ανακαινιστούν πάλι[5]. Έτσι ο Θεός Λόγος, προσλαμβάνει καθαρή και αναμάρτητη σάρκα, την αρχέγονη προ της πτώσης ανθρώπινη φύση, χωρίς το προπατορικό αμάρτημα και δέχεται να αποθάνει προσφέροντας τον εαυτό του σαν λύτρο, για να εξαγορασθούν και να ελευθερωθούν από την αμαρτία και τον θάνατο πολλοί[6]. Ο Χριστός πέθανε πάνω στον σταυρό, όχι ως ένας κοινός θνητός, αλλά ως Θεάνθρωπος, αφού η υποστατική ένωση των δύο φύσεών του ήταν ασύγχυτη και αδιαίρετη. Γράφει σχετικά ο καθηγητής Α.Θεοδώρου: «Ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ ἦταν θάνατος ‟θεανθρώπινοςˮ, πού συνέβη ὅμως στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, διότι ἡ θεία φύση ἦταν ἀπαθής καί ἀπρόσιτη στόν θάνατο.
[1]
Μικρόν Εὐχολόγιον, σ.
207.
[2] ό.π., σ. 208.
[3] ό.π., σ. 212.
[4] ΓΡ. ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ἐπιστ.101, Πρός Κληδόνιον, P. G. 37, 181-182.
[5] Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Λόγος
περί τῆς ἐναθρωπήσεως τοῦ Λόγου καί τῆς διά σώματος πρός ἡμᾶς ἐπιφανείας αὐτοῦ,
P. G. 25, 120BC.
[6] Πρβλ. Ματθ. 20, 28 καί Μάρκ. 10, 45.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου