Στο νεκρώσιμο ιδιόμελο του πλαγίου Τετάρτου
ήχου, ‟Θρηνῶ καί ὀδύρομαιˮ διερωτάται ο Υμνωδός Ι. Δαμασκηνός. «Πῶς παρεδόθημεν
τῇ φθορᾷ, καί συνεζεύχθημεν τῷ θανάτῳ; Ὄντως Θεοῦ προστάξει, ὡς γέγραπται»[1]. Για τον υμνωδό η παράδοση
στη φθορά και η σύζευξη του ανθρώπου με τον θάνατο αποτελεί μυστήριο ακατανόητο.
Ταυτόχρονα όμως ομολογεί, ότι αυτό έγινε με το πρόσταγμα του Θεού, όπως έχει
γραφεί στην Αγία Γραφή. « Ἧ δ’ ἄν ἡμέρᾳ φάγητε ἀπ’ αὐτοῦ, θανάτῳ ἀποθανεῖσθε»[2]. Επομένως το πρόσταγμα του
θανάτου δόθηκε από τον Θεό, λόγω της εγωιστικής απόφασης του ανθρώπου να
αποκοπεί από Αυτόν, που είναι η πηγή της ζωής. Έτσι ο άνθρωπος με τη στάση του
και τη παρακοή του έχασε το «θεῖον
κάλλος», απέβαλε τα θεία δωρήματα με τα οποία ήταν ντυμένος και άρχισε να
προχωρά προς το μη «ὄν», δηλαδή εκεί απ’ όπου ξεκίνησε, από την ανυπαρξία, με
κατάληξη τη φθορά και τον θάνατο.
Άρα η φθορά και ο θάνατος δεν έχουν αιτία
τον Θεό, αλλά την παρακοή του ανθρώπου και, όπως αναφέρει η Αγία Γραφή, «Ὁ Θεός
θάνατον οὐκ ἐποίησεν οὐδέ τέρπεται ἐπ’ ἀπωλείᾳ ζώντων. Ἔκτισε γάρ εἰς τό εἶναι
τά πάντα...»[3]. Καί
ο άνθρωπος πλάσθηκε με τη δυνατότητα να βρίσκεται «εἰς τό εἶναι» αιωνίως, να είναι αθάνατος, νοουμένου ότι θα ήταν
συνδεδεμένος συνεχώς με τη ζωή, δηλαδή με τον ίδιο το Θεό. Αφ’ότου η σύνδεση
αυτή διακόπηκε, εξαιτίας της ανυπακοής και της αμαρτίας του ανθρώπου, επισυνέβη
ο θάνατος και επειδή ο άνθρωπος είναι σύνθετη ψυχοσωματική οντότητα, ταυτόχρονα
επήλθε και η διάλυσή του, όπως ερμηνεύει χαρακτηριστικά ο Δαμασκηνός: «Διά θεωρίας, ἐν ἑαυτῷ εἶχε τήν
ζωήν, ὑπέρ φύσιν ζωοποιοῦσαν τήν θνητήν αὐτοῦ φύσιν. Ὅτε δέ ἀπέστη τῆς πρός τήν
ζωήν, ἤγουν τόν Θεόν, ἑνώσεως, ἦλθεν ἐκ τῆς ὑπέρ φύσιν ἀφθαρσίας εἰς τήν κατά
φύσιν τοῦ συνθέτου διάλυσιν, ὅπερ ἐστί θάνατος»[4].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου