Όπως προαναφέρθηκε, ο σωματικός θάνατος, ακολούθησε του πνευματικού θανάτου, αφού με αυτόν (τον πνευματικό θάνατο) ο άνθρωπος διαλύεται ως ψυχοσωματική ύπαρξη και επέρχεται ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα. Το ανθρώπινο σώμα παύει να ζεί όταν η ψυχή φύγει και χωρισθεί από αυτό. Σημειώνει σχετικά ο Άγιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης: «Ἀναιρουμένης γάρ τῆς ζωτικῆς καί ζωοποιοῦ τῆς ψυχῆς ἡμῶν ἐνεργείας, εὐθέως ὁ ἄνθρωπος θανάτῳ παραπέμπεται, xωριζομένου τοῦ σώματος τῆς συγκρατούσης καί ζωοποιούσης αὐτό ψυχικῆς ἐνεργείας»[1]. Έτσι ο άνθρωπος ζεί πλέον μέσα στην ατμόσφαιρα του θανάτου και επιφυλάσσεται στον καθένα, να πεθάνει μία φορά, «...ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν»[2]. Αφ’ ότου δηλαδή ο άνθρωπος σταμάτησε να μετέχει στη ζωή του Θεού, εξ υπαιτιότητας του, διαλύθηκε ως ψυχοσωματική οντότητα και επήλθε ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, με συνέπεια το σώμα να αφεθεί στη σταδιακή φθορά και τελικά στον βιολογικό θάνατο, αφού η αθάνατη ψυχή έπαυσε να το ζωοποιεί. Έτσι, κατά τον Γρηγόριο Νύσσης, ο βιολογικός θάνατος, αυτή η νέκρωση της ανθρώπινης ζωής, έχει ήδη διαπραχθεί από τη στιγμή που ο άνθρωπος ζεί στην κατάσταση του ψυχικού θανάτου[3]. Έτσι εξηγείται και ορίζεται από τον ίδιον ο βιολογικός θάνατος, ως η διάζευξη ψυχής και σώματος, ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, που βέβαια είναι μια αφύσικη κατάσταση, μια ανωμαλία, μια δυσλειτουργία της φύσης, γιατί είναι εκτός της τάξης που όρισε ο Θεός στον κόσμο, αφού τον άνθρωπο τον έπλασε «κατ΄ εἰκόνα του» δηλαδή αθάνατο. Και πάλι κατά τον Γρηγόριο Νύσσης, ο θάνατος είναι μια απαξίωση της ζωής, «Ἀντίκειται δέ τήν ζωήν μέν ὁ θάνατος...»[4] και «...τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου ἄμεσός ἐστιν ἡ πρός τό ἐναντίον ἀντιδιάστασις»[5]. Έτσι ο θάνατος δεν μπορεί να είναι μια άλλη μορφή ύπαρξης, αφού δεν διασώζει ακέραιο τον άνθρωπο, αλλά εκμηδενίζει το πρόσωπό του και είναι αυτό που προκαλεί τον φόβο και την αγωνία, τον πόνο και τη θλίψη, διότι, ως αφύσικο παρένθετο γεγονός, είναι ανεπιθύμητος στον άνθρωπο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου