του Χριστόδουλου Βασιλειάδη
Μετὰ τὴν ἀνάσταση
τοῦ Κυρίου ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίστηκε στοὺς μαθητές του, στὸ σπίτι, ὅπου ἦσαν
μαζεμένοι αὐτοί, ἐξ αἰτίας τοῦ φόβου, ποὺ εἶχαν γιὰ τοὺς Ἰουδαίους. Ὅμως ὁ Θωμᾶς,
οἰκονομικῶς, ὅπως ἀναφέρει ἡ ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας μας, δὲν ἦταν μαζὶ μὲ τοὺς
ἄλλους μαθητές, ὅταν ἐμφανίστηκε σ’ αὐτοὺς ὁ Κύριος. Ὅταν λοιπὸν ἦλθε ὁ Θωμᾶς,
τοῦ ἔλεγαν οἱ ἄλλοι μαθητὲς ὅτι εἶδαν τὸν Κύριο. Ὁ Θωμᾶς ὅμως τοὺς ἀπάντησε: «Ἐὰν
μὴ ἴδω ἐν ταῖς χερσὶν αὐτοῦ τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὸν δάκτυλόν μου εἰς
τὸν τύπον τῶν ἥλων, καὶ βάλω τὴν χεῖρά μου εἰς τὴν πλευράν αὐτοῦ οὐ μὴ
πιστεύσω»[1].
Ὁ Θωμᾶς ζητᾶ νὰ δῇ αὐτὸς προσωπικὰ τὸν Κύριο. Καὶ ὄχι μόνο αὐτό, ἀλλὰ ζητᾶ νὰ
ψηλαφήσῃ καὶ τὸν τύπο τῶν ἥλων. Καὶ δὲν μένει μέχρι ἐδῶ, ἀλλὰ ζητᾶ νὰ βάλῃ τὸ
δάκτυλό του στὸν τύπο τῶν ἥλων καὶ τὸ χέρι του στὴν πλευρὰ τοῦ Κυρίου[2].
Ὅπως ἀναφέρει ὁ
ἱερὸς Χρυσόστομος, ὁ ἀπόστολος Θωμᾶς ζητοῦσε τὴν πίστη, ποὺ προέρχεται ἀπὸ τὴν
παχυτάτη αἴσθηση, καὶ δὲν πίστεψε οὔτε σὲ αὐτὰ ποὺ ἔβλεπε. Δὲν εἶπε «ἂν δὲν δῶ»
ἀλλὰ «ἂν μὴ ψηλαφήσω», διότι ἴσως θὰ πίστευε ὅτι αὐτὸ ποὺ βλέπει εἶναι φαντασία[3].
Ὁ Θωμᾶς δὲν πίστεψε στὰ λόγια τῶν ἀποστόλων, ὄχι τόσο ἀπιστῶν στὰ λόγια τους,
ἀλλὰ θεωρώντας ὅτι εἶναι ἀδύνατο κάποιος νὰ ἀναστηθῇ ἀπὸ τοὺς νεκρούς[4].
«Σὺ δὲ», λέγει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «ὅταν ἴδῃς (αὐτὸν) ἀπιστοῦντα τὸν μαθητήν,
ἐννόησον τοῦ Δεσπότου τὴν φιλανθρωπίαν, πῶς καὶ ὑπὲρ μιᾶς ψυχῆς δείκνυσιν
ἑαυτὸν τραύματα ἔχοντα, καὶ παραγίνεται ἵνα διασώσῃ καὶ τὸν ἕνα, καίτοι τῶν
ἄλλων παχύτερον ὄντα»[5].
[1] Ἰω, κ΄, 25. Ὁ Θωμᾶς δείχνει
καὶ ὁμολογεῖ τὴν ἀπιστία του. Ἐνυπάρχει μάλιστα καὶ ἰσχυρογνωμοσύνη καὶ σ’ αὐτὰ
τὰ λόγια του, ἀφοῦ ἐπαναλαμβάνει τὶς ἰδιες λέξεις. Καὶ οἱ ὑπόλοιποι ἀπόστολοι
εἶχαν ἀπιστήσει στὰ λόγια τῶν μυροφόρων, ἀλλὰ ἡ ἀπιστία τοῦ Θωμᾶ ἦταν λιγότερο
δικαιολογημένη, ἐφ’ ὅσον τὴν ἐμφάνιση τοῦ Κυρίου μαρτυροῦσαν ἐπιπρόσθετα καὶ οἱ
δέκα ἀπόστολοι.
[2] «Ζητεῖ γὰρ αὐτὸς ἰδεῖν αὐτόν. Καὶ οὐ τοῦτο μόνον, ἀλλὰ καὶ τὸν τύπον
τῶν ἥλων. Καὶ οὐ μέχρι τούτων ἵστησι τὸ περίεργον, ἀλλὰ καὶ βαλεῖν τὸν δάκτυλον
εἰς τὸν τύπον τῶν ἥλων καὶ τὴν χεῖρα εἰς τὴν πλευρὰν αὐτοῦ». ΕΥΘΥΜΙΟΥ
ΖΙΓΑΒΗΝΟΥ, Ἑρμηνεία τοῦ κατὰ Ἰωάννην
Εὐαγγελίου, κ΄, PG 129, 1488C.
[3] «Τὴν διὰ τῆς αἰσθήσεως τῆς παχυτάτης ἐζήτει πίστιν, καὶ οὐδὲ τοῖς
ὀφθαλμοῖς ἐπίστευεν. Οὐ γὰρ εἶπεν, Ἂν μὴ ἴδω, ἀλλ’ Ἐὰν μὴ ψηλαφήσω, φησί, μή
πως φαντασία τὸ ὁρώμενον ᾖ. Καὶ μὴν οἱ μαθηταὶ ταῦτα ἀπαγγέλλοντες ἀξιόπιστοι
τότε ἦσαν, καὶ αὐτὸς ὑπισχνούμενος. Ἀλλ’ ὅμως, ἐπειδὴ πλέον ἐζήτησεν, οὐδὲ
τούτων αὐτὸν ἀπεστέρησεν ὁ Χριστός». ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΜΟΥ, Ὁμιλία ΠΖ΄, PG, 59, 473.
[4] «Τοῖς γὰρ ἀποστόλοις εἱρηκόσιν, ὅτι Ἑωράκαμεν τὸν Κύριον, οὐκ
ἐπίστευσεν, οὐ τοσοῦτον ἐκείνοις ἀπιστῶν, ὅσον τὸ πρᾶγμα ἡγούμενος ἀδύνατον
εἶναι, τουτέστιν, τὴν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν». ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Ὁμιλία ΠΖ΄, PG, 59, 473.
[5] ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Ὁμιλία ΠΖ΄, PG, 59, 473.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου