του Χριστόδουλου Βασιλειάδη
Η γυναίκα αυτή έχει μέσα της τον φόβο του Θεού. Είναι κοσμημένη με όλες τις αρετές και είναι βαθύτατα ευλαβής και ότι κάνει το θέτει υπό τον έλεγχο του Θεού, ο οποίος αποτελεί τον αληθινό θησαυρό και στολισμό της και όχι το «μάταιο κάλλος» και οι «ψευδείς αρέσκειαι»[1]. Είναι αξιοπρόσεκτο ότι οι Παροιμίαι Σολομώντος αρχίζουν με τον «φόβον Κυρίου»[2] και κατακλείουν πάλιν με τον φόβον Κυρίου[3].
Η «ανδρεία» γυναίκα δίνει ορθές συμβουλές, παιδαγωγεί κατά Θεόν τα τέκνα της, δίνει σοφές και συνετές συμβουλές στον σύζυγό της, διάγει τη ζωή της με σωφροσύνη και τα λόγια της είναι μετρημένα. Γι’ αυτούς τους λόγους επαινείται από όλους. Όμως δεν επαινείται μόνο αυτή αλλά και ο σύζυγός της τους τόπους δημοσίων συγκεντρώσεων.
Μια συγκεφαλαίωση του ύμνου αυτού βρίσκουμε στην Α΄ προς Τιμόθεο επιστολή του αποστόλου Παύλου, ο οποίος αναφέρει ότι οι γυναίκες θέλω να προσεύχονται με σεμνή ενδυμασία, να στολίζουν τον εαυτό τους με συστολή και σωφροσύνη, όχι με φιλάρεσκα πλεξίματα των μαλλιών τους ή με χρυσά ή μαργαριταρένια κοσμήματα ή με ρούχα πολυτελή αλλά με ότι πρέπει σε γυναίκες, που παρουσιάζονται στα μάτια όλων ότι σέβονται τον Θεόν. Θέλω, αναφέρει ο απόστολος Παύλος, οι γυναίκες να στολίζονται με έργα αγαθά[4].
Παρόμοια και ο κορυφαίος απόστολος Πέτρος στην Α΄ καθολική επιστολή αναφέρεται στις εναρέτους συζύγους, στις οποίες παραγγέλλει να υποτάσσονται στους συζύγους των, ώστε και αν μερικοί από αυτούς απειθούν στον λόγο του Ευαγγελίου, να κερδηθούν στην πίστη του Χριστού χωρίς λόγο και κήρυγμα, με μόνη την ενάρετο συμπεριφορά των γυναικών[5].
Όπως αναφέρει ενδεικτικά ο κύριος Νικόλαος Βασιλειάδης «οι στίχοι 10-31 αποτελούν το αιώνιον κάτοπτρον, εμπρός εις το οποίον καλούνται να καθρεπτίζουν τους εαυτούς των οι γυναίκες και να στολίζουν εμπρός εις αυτό το εσωτερικόν και εξωτερικόν των. Εάν το κάμνουν, θα έχουν τον έπαινον και την τιμήν παρά Θεού και ανθρώπων[6].
[1] Βλ. Η Παλαιά Διαθήκη μετά συντόμου ερμηνείας, τ. 12, έκδ.
Αδελφότης Θεολόγων «Ο ΣΩΤΗΡ», Αθήναι, Νοέμβριος 21997, σ. 307.
[2] «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου». Παρ., α΄ 7.
[3] «φόβον δε Κυρίου αύτη αινείτω». Παρ., λα΄ 30.
[4] Βλ. Α΄ Τιμ., β΄ 9-10.
[5] Βλ. Α΄ Πέτρ., γ΄ 1-6.
[6] Βλ. Η Παλαιά Διαθήκη μετά συντόμου ερμηνείας, τ. 12, έκδ. Αδελφότης Θεολόγων «Ο ΣΩΤΗΡ», Αθήναι, Νοέμβριος 21997, σ. 307.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου