Ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος ὑπῆρξε πρῶτος
βασιλιᾶς τῶν Χριστιανῶν καὶ γονεῖς του εἶχε τὸν Κωνστάντιο τὸν Χλωρὸ καὶ τὴν ἁγία
Ἑλένη. Ὁ πατέρας του ἦταν αὐτοκράτορας τῶν Βρεταννικῶν νησιῶν καὶ κατόπιν ἄφησε
διάδοχό του τὸν Κωνσταντῖνο. Αὐτός, ἀφοῦ ἔμαθε τὶς βέβηλες πράξεις, τὶς ὁποῖες
ἔκανε ὁ Μαξέντιος στὴ Ῥώμη, τὸν πολέμησε καὶ τελικὰ τὸν νίκησε μὲ τὴ βοήθεια
τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, ὁ ὁποῖος ἐμφανίστηκε τὸ μεσημέρι στὸν οὐρανὸ μὲ ἀστέρια,
ὅπου καὶ ἔγραφε· «᾿Εν τούτῳ νίκα».
Ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος ἔκτισε κατόπιν
θείας προτροπῆς τὴν Πόλιν, στὴν ὁποία ἔδωσε καὶ τὸ ὄνομά του. Συμπληρώθηκε τὸ
κτίσιμο τῆς Κωνσταντινουπόλεως στὰ 330 μ.Χ. Τὸ 325 συγκαλεῖ στὴ Νίκαια τὴν
πρώτη Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ὅπου οἱ πατέρες ἀναθεμάτισαν τὸν Ἄρειο καὶ κετεδίκασαν
τὶς αἱρετικές του δοξασίες.
Ὁ ἅγιος Κωνσταντῖνος ἔστειλε ἐπίσης τὴ
μητέρα του Ἑλένη στὰ Ἱεροσόλυμα, ἡ ὁποία, ἀφοῦ βρῆκε τὸ τίμιο ξύλο, διέταξε καὶ
τὸ ἔκοψαν, κατὰ τὸ πάχος, ἀπὸ πάνω ἕως κάτω, καὶ τὸ ἕνα τεμάχιο ἄφησε στὰ
Ἱεροσόλυμα, ἐνῷ τὸ ἄλλο ἐπῆρε μαζί της στὴν Κωνσταντινούπολη, μαζὶ μὲ τὰ καρφιά,
μὲ τὰ ὁποῖα ἐσταύρωσαν οἱ ᾿Ιουδαῖοι τὸν Κύριο. Τὰ δύο ἀπὸ τὰ τέσσερα καρφιὰ
ἔβαλε ἡ ἁγία στὸ βασιλικὸ στέμμα, ἐνῷ τὰ ἄλλα δύο ἀπέθεσε σὲ τόπο ἅγιο, γιὰ νὰ
τὰ προσκυνοῦν οἱ πιστοί. ᾿Αργότερα ἡ ἁγία Ἑλένη ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ.
Χριστόδουλος Βασιλειάδης, Κείμενα ἐπὶ ζητημάτων τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς Ἑορτολόγιο, Τριῴδιο – Πεντηκοστάριο, Ὀρθόδοξοι προβληματισμοὶ, ᾿Εκδ. Ἁγία Ταϊσία, Λευκωσία 2017, σ. 20.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου