του Χριστόδουλου Βασιλειάδη
(Πίνακας: Χριστόδουλου Βασιλειάδη)
Στὰ 1878 γράφει τὸ πρῶτό του
μυθιστόρημα «Ἡ Μετανάστις» καὶ ὕστερα ἀπὸ τέσσερα χρόνια στὰ 1882 τὸ δεύτερό
του μυθιστόρημα «Οἱ ἔμποροι τῶν ἐθνῶν». Μὲ αὐτὰ τὰ δύο μυθιστορήματα ἐξοφλεῖ
τοὺς λογαριασμούς του μὲ τὴν Ρωμαιοκαθολικὴ Δύση.
Στὴ συνέχεια γράφει τὸ τρίτο του μυθιστόρημα «Τὴ Γυφτοποῦλα», μὲ τὸ ὁποῖο λυτρώνεται ἀπὸ τὴν ἀρχαιοπληξία, καθὼς καὶ ἀπὸ τὴν γοητεία του παγανιστικοῦ ἀνθρωπισμοῦ τῶν ἀρχαίων, καθὼς καὶ τῶν νεωτέρων ἀπομιμήσεών του.
Δηλαδὴ βλέπουμε τὸν ᾿Αλέξανδρο στὴν
ἠλικία τῶν εἴκοσι ἑπτὰ μόλις χρόνων νὰ προβληματίζεται ποιὸ δρόμο νὰ
ἀκολουθήσῃ. Αὐτὸν τῆς Δύσεως; Τὸν παγανιστικὸ ἀνθρωπισμὸ τῶν ἀρχαίων ἢ τὴν
Ἑλληνικὴ ᾿Ορθοδοξία; Καὶ προτιμᾶ τὸν τελευταῖο.
᾿Εγὼ θὰ τὸ εὐχόμουν νὰ ὑπῆρχε σήμερα,
ἔστω καὶ ἐλάχιστος, προβληματισμὸς σὲ ἕνα νέο ἢ μία νέα τῶν εἴκοσι ἑπτὰ χρόνων
γύρω ἀπὸ τὸ ποιὸ δρόμο νὰ ἀκολουθήσῃ. Τέτοια πολυτέλεια χρόνου δὲν ὑπάρχει.
Μόλις παρουσιαστῇ κάτι μπροστὰ στὰ
αἰσθητήριά μας ὄργανα, ἀμέσως λειτουργοῦν ἐνστικτωδῶς τὰ πάθη μας, καί, ἐὰν
εἶναι κάτι, ποὺ διεγείρει τὰ τελευταῖα, τότε τὸ ἐνστερνιζόμαστε καὶ τὸ κάνουμε
κτῆμα καὶ πάθος μας.
Θὰ τὸ εὐχόμουν, ἔστω νὰ ὑπῆρχε αὐτὸς ὁ
προβληματισμός, καὶ δὲν θὰ μ’ ἐνωχλοῦσε καθόλου, ἐὰν διάλεγε ὁ νέος ἢ ἡ νέα τὸν
δρόμο τῆς παγανιστικῆς ἀρχαιότητας ἢ τῆς Ῥωμαιοκαθολικῆς Δύσεως, καὶ λέγω ὅτι
δὲν θὰ μὲ πείραζε, διότι, ἐὰν ὑπῆρχε εἰλικρίνεια στὸν ἄνθρωπο, θὰ καταλάβαινε
τὴ ματαιότητα τοῦ παγανιστικοῦ ἀνθρωπισμοῦ τῶν ἀρχαίων, οἱ ὁποῖοι θεοποιοῦν τὴν
ὕλη καὶ τὰ πάθη τους, καθὼς καὶ τὴν ματαιότητα τῆς ῾Ρωμαιοκαθολικῆς Δύσεως, ποὺ
εἶναι γεμάτη ἐξωτερικὴ ὑποκρισία καὶ εὐγένεια, χωρὶς ὅμως πραγματικὸ
περιεχόμενο.
(συενχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου