του Χριστόδουλου Βασιλειάδη
(Σκίτσο: Χριστόδουλος Βασιλειάδης)
Πάρα
κάτω παραθέτουμε ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν ἱστορικό λόγο τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στὴν
Πνύκα, ὁ ὁποῖος πραγματοποιήθηκε στὶς 7 Ὀκτωβρίου 1838[1]:
«Ὅταν ἀποφασίσαμε νὰ κάμωμε τὴν ἐπανάσταση, δὲν ἐσυλλογισθήκαμε, οὔτε πόσοι ἤμεθα,
οὔτε πὼς δὲν ἔχομε ἄρματα, οὔτε ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἐβαστοῦσαν τὰ κάστρα καὶ τὰς
πόλεις, οὔτε κανένας φρόνιμος μᾶς εἶπε "ποῦ πᾶτε ἐδῶ νὰ πολεμήσετε μὲ
σιταροκάραβα βατσέλα", ἀλλὰ ὡς μία βροχὴ ἔπεσε εἰς ὅλους μας ἡ ἐπιθυμία τῆς
ἐλευθερίας μας, καὶ ὅλοι, καὶ ὁ κλῆρός μας, καὶ οἱ προεστοί, καὶ οἱ καπεταναῖοι,
καὶ οἱ πεπαιδευμένοι, καὶ οἱ ἔμποροι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅλοι ἐσυμφωνήσαμε εἰς
αὐτὸ τὸ σκοπό, καὶ ἐκάμαμε τὴν ᾿Επανάσταση.
Εἰς
τὸν πρῶτο χρόνο τῆς ᾿Επαναστάσεως εἴχαμε μεγάλη ὁμόνοια, καὶ ὅλοι ἐτρέχαμε
σύμφωνοι. Ὁ ἕνας ἐπῆγεν εἰς τὸν πόλεμο, ὁ ἀδελφός του ἔφερνε ξύλα, ἡ γυναῖκά
του ἐζύμωνε, τὸ παιδί του ἐκουβαλοῦσε ψωμὶ καὶ μπαρουτόβολα εἰς τὸ στρατόπεδον,
καὶ ἐὰν αὐτὴ ἡ ὁμόνοια ἐβαστοῦσε ἀκόμη δύο χρόνους, ἠθέλαμε κυριεύσει καὶ τὴν
Θεσσαλία καὶ τὴ Μακεδονία, καὶ ἴσως ἐφθάναμε καὶ ἕως τὴν Κωνσταντινούπολη.
Τόσον τρομάξαμε τοὺς Τούρκους, ὅπου ἄκουγαν ῞Ελληνα καὶ ἔφευγαν χίλια μίλια
μακριά. Ἑκατὸν ῞Ελληνες ἔβαζαν πέντε χιλιάδες ἐμπρός, καὶ ἕνα καράβι, μιὰν ἀρμάδα.
Ἀλλὰ
δὲν ἐβάσταξεν. Ἦλθαν μερικοὶ καὶ ἠθέλησαν νὰ γένουν μπαρμπέρηδες εἰς τοῦ κασίδη
τὸ κεφάλι. Μᾶς πονοῦσε τὸ μπαρμπέρισμά
τους. Μὰ τί νὰ κάμωμε; Εἴχαμε καὶ αὐτουνῶν τὴν ἀνάγκη. ᾿Απὸ τότε ἤρχισεν ἡ
διχόνοια, καὶ ἐχάθη ἡ πρώτη προθυμία καὶ ὁμόνοια. Καὶ ὅταν ἔλεγες τὸν Κώστα νὰ
δώσῃ χρήματα διὰ τὰς ἀνάγκας τοῦ ἔθνους, ἢ νὰ ὑπάγῃ εἰς τὸν πόλεμο, τοῦτος ἐπρόβαλλε
τὸν Γιάννη. Καὶ μ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπο κανεὶς δὲν ἤθελε, οὔτε νὰ συνδράμῃ, οὔτε νὰ
πολεμήσῃ. Καὶ τοῦτο ἐγίνετο, ἐπειδὴ δὲν εἴχαμε ἕναν ἀρχηγὸ καὶ μίαν κεφαλή. ᾿Αλλὰ
ἕνας ἔμπαινε πρόεδρος ἕξι μῆνες, ἐσηκώνετο ὁ ἄλλος καὶ τὸν ἔριχνε, καὶ ἐκάθετο
αὐτὸς ἄλλους τόσους, καὶ ἔτσι ὁ ἕνας ἤθελε τοῦτο, καὶ ὁ ἄλλος τὸ ἄλλο. ῎Ισως ὅλοι
ἠθέλαμε τὸ καλό, πλὴν καθένας κατὰ τὴ γνώμη του. ῞Οταν προστάζουνε πολλοί, ποτὲ
τὸ σπίτι δὲν χτίζεται, οὔτε τελειώνει. Ὁ ἕνας λέγει ὅτι ἡ πόρτα πρέπει νὰ βλέπῃ
εἰς τὸ ἀνατολικὸ μέρος, ὁ ἄλλος εἰς τὸ ἀντικρινό, καὶ ὁ ἄλλος εἰς τὸν βορέα, σὰν
νὰ ἦτον τὸ σπίτι εἰς τὸν ἀραμπᾶ, καὶ νὰ γυρίζῃ, καθὼς λέγει ὁ καθένας. Μὲ τοῦτον
τὸν τρόπο δὲν χτίζεται ποτὲ τὸ σπίτι, ἀλλὰ πρέπει νὰ εἶναι ἕνας ἀρχιτέκτων, ὅπου
νὰ προστάζῃ πῶς θὰ γένῃ. Παρομοίως καὶ ἡμεῖς ἐχρειαζόμεθα ἕναν ἀρχηγὸ καὶ ἕναν ἀρχιτέκτονα,
ὅστις νὰ προστάζῃ, καὶ οἱ ἄλλοι νὰ ὑπακούουν καὶ νὰ ἀκολουθοῦν. ᾿Αλλ᾿ ἐπειδὴ ἤμεθα
εἰς τέτοια κατάσταση, ἐξ αἰτίας τῆς διχόνοιας, μᾶς ἔπεσε ἡ Τουρκιὰ ἐπάνω μας,
καὶ κοντέψαμε νὰ χαθοῦμε καὶ εἰς τοὺς στερνοὺς ἑπτὰ χρόνους δὲν κατωρθώσαμε
μεγάλα πράγματα».
[1] Ἡ ὁμιλία τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στὴν Πνύκα δημοσιεύτηκε στὴν ἐφημερίδα «ΑΙΩΝ» στὶς 13 Νοεμβρίου 1838.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου