Χριστόδουλος Βασιλειάδης
(Εικόνα: Χριστόδουλου Βασιλειάδη)
Ὁ Μωυσῆς καταγόταν ἀπὸ τὴν φυλὴ Λευΐ, καὶ γεννήθηκε στὴν Αἴγυπτο. Ἡ κόρη τοῦ Φαραὼ τὸν περισυνέλεξε ἀπὸ τὴν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ Νείλου, ὅπου τὸν εἶχε τοποθετήσει ἡ μητέρα του γιὰ νὰ ἀποφύγῃ τὸν θάνατο, ὁ ὁποῖος ἐπιβλήθηκε στὰ ἀρσενικὰ παιδιὰ τῶν Ἱσραηλιτῶν, καὶ τὸν υἱοθέτησε. Τοῦ ἔδωσε δὲ τὸ ὄνομα Μωυσῆς[1]. Ὅπως ἀναφέρει ὁ πρωτομάρτυρας καὶ ἀρχιδιάκονος Στέφανος «καὶ ἐπεδεύθη Μωυσῆς πάσῃ σοφίᾳ Αἰγυπτίων, ἦν δὲ δυνατὸς ἐν λόγοις καὶ ἐν ἔργοις». Ὁ Μωυσῆς δηλαδὴ ἐκπαιδεύτηκε μὲ ὅλη τὴ σοφία τῶν Αἰγυπτίων καὶ ἦταν δυνατὸς τόσο σὲ λόγους συνετοὺς ὅσο καὶ σὲ δράση κοινοφελῆ γιὰ τὴν Αἴγυπτο[2].
Κάποια
φορά, ὅταν ὁ Μωυσῆς εἶδε ἕνα Αἰγύπτιο νὰ κτυπᾶ ἕνα Ἑβραῖο, σκότωσε τὸν Αἰγύπτιο[3].
Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ ὁ Μωυσῆς ἀναγκάστηκε νὰ φύγῃ ἀπὸ τὴν Αἴγυπτο καὶ νὰ καταφύγῃ στὴν
γῆ Μαδιάμ. Ἐκεῖ παντρεύτηκε τὴν Σεπφώρα, κόρη τοῦ ἱερέα Ἰοθόρ. Στὸ ὅρος Χωρήβ,
πέραν ἀπὸ τὴν ἔρημο, ὁ Μωυσῆς εἶδε μιὰ βάτο, ἡ ὁποία φλεγόταν ἀλλὰ δὲν
κατακαιόταν. Ἄκουσε δὲ τὴν φωνὴ τοῦ Θεοῦ νὰ ἐξέρχεται ἀπὸ τὴν βάτο καὶ νὰ τοῦ
λέγει ὅτι ἦλθε ἡ ὥρα νὰ ἐλευθερωθῇ ὁ Ἰσραηλιτικὸς λαὸς ἀπὸ τὴ δουλεία τῶν Αἰγυπτίων[4].
Ἡ βάτος ἡ φλεγομένη ἀλλὰ μὴ κατακαιομένη συμβολίζει τὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο, ἡ ὁποία
κατὰ ἕνα θαυμαστὸ τρόπο δέχτηκε νὰ κυοφορήσῃ τὸ δεύτερο Πρόσωπο τῆς Ἁγίας
Τριάδος, τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό[5].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου