Ἐνῷ ἀργότερα διηκόνη ἱεραποστολικῶς
στὴν τότε Τσεχοσλοβακία (1930-1931), συμβάλλοντας στὸν ἐπανευαγγελισμὸ καὶ στὴν
ἐπανένταξι στὴν Ἐκκλησία τῶν τέως θυμάτων τοῦ ὑπούλου παπικοῦ «δολεροῦ δώρου», δηλαδὴ τοῦ «δουρείου ἵππου» τῆς Οὐνίας, ἐπληροφορήθη
ὅτι ἐπελέγη ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου διὰ νὰ χειροτονηθῇ εἰς Ἐπίσκοπον. Τὸ ταπεινό
του ὅμως φρόνημα δὲν τοῦ ἐπέτρεψε νὰ ἀποδεχθῇ τὸ προταθὲν ἀξίωμα.
Δὲν παρῆλθεν πολὺς καιρὸς
ἀπὸ τὴν πολύπλευρη μάχη του διὰ τὴν σωτηρίαν τῶν θυμάτων τῆς ἀείποτε ὕπουλης καὶ
δολίου παπικῆς Οὐνίας· καὶ ἰδού:
Σιδερόφρακτοι Οὖννοι τοῦ Παποκινήτου
Ναζισμοῦ καὶ Φασισμοῦ κατέλαβαν τὴν Ὀρθόδοξον Σερβίαν.
Κατὰ τὰ χρόνια τῆς
κατοχικῆς καταχνιᾶς, ὁ πατὴρ Ἰουστῖνος περιεφέρετο ἐναγωνίως ἀνάμεσα στὸν
πονεμένον λαό, προσφέροντας μὲ ἀνείπωτες θυσίες τὴν ἄῤῥητη γλυκειὰ παρηγοριὰ τοῦ
γλυκυτάτου Ἰησοῦ.
Μὲ τὴ φυγάδευσι τῶν
ναζιστοφασιστῶν, ἐπελαύνει κατὰ τῆς Ὀρθοδόξου Σερβίας ἕνα ἄλλον θηρίο: Ὁ ἄθεος
κομμουνισμός. Μὲ θαῦμα ἀποφεύγεται ἡ ἐκτέλεσίς του, καταδικασθέντος εἰς θάνατον
ἀπὸ τοὺς ἀθέους, καὶ ἐγκλείεται ἀναγκαστικῶς εἰς τὴν Μονὴν «τῶν Ἀρχαγγέλων» στὸ Τσέλιε τοῦ Βάλιεβο.
Ἀκόμη καὶ ἔγκλειστος εὑρίσκετο
ὑπὸ καταδιωγμόν. Ἀφιερώθη τότε ὁ πατὴρ Ἰουστῖνος ἐντονώτερον στὴν ἀδιάλειπτον προσευχή,
τὴν μελέτη τοῦ βίου καὶ τῶν ἔργων τῶν Ἁγίων, τὴν συγγραφὴ ἐμπνευσμένων
συγγραμμάτων, τὴν τέλεσι καθημερινῶς τῆς Θείας Λειτουργίας, τὴν μετὰ κάθε ἀκριβείας
τήρησι τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν καὶ γενικῶς τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ Ὀρθοδόξου μοναχικοῦ
Τυπικοῦ. Νήστευε μετ᾽ ἀκριβείας ἀπέχοντας ἁπολύτως ἀπὸ κάθε τροφὴ καθ᾽ ὅλας τὰς
Παρασκευὰς τοῦ ἔτους καθὼς τηροῦσεν εὐλαβῶς καὶ ὅλας τὰς ἄλλας ἡμέρας νηστειῶν.
Στὶς προσευχές του μνημόνευε καθημερινὰ πλῆθος ὀνομάτων ἐπικαλούμενος τὴν ἐκ
Θεοῦ βοήθειαν πρὸς τοὺς πονεμένους ἀδελφούς.
Ὅσον καιρὸν οἱ κραταιοὶ
κρατοῦντες τὸν κρατοῦσαν εἰς τὴν ἀφάνειαν, τόσον περισσότερο ἡ φήμη του ἐφηπλοῦτο
ῥαγδαίως πρὸς πᾶσαν κατεύθυνσι, ὄχι μόνον καθ᾽ ὅλην τὴν Σερβίαν, ἀλλὰ καὶ πολὺ
πέραν αὐτῆς.
Ὁ σύγχρονος αὐτὸς ἅγιος, ὁμολογητὴς
καὶ διδάσκαλος τῆς μαχομένης καὶ ἀκραιφνοῦς Ὀρθοδόξου Πίστεως ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ
ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τοῦ ἔτους 1979.
Οἱ δύο ἀμετάθετοι πύρινοι
πυρῆνες τῆς ἐμπειρίας καὶ τοῦ ἔργου τοῦ συγχρόνου μας αὐτοῦ ἁγίου, θὰ ἠδύναντο
νὰ συνοψισθοῦν:
(α) Εἰς τὴν ἀκαταπαύστως
πλημμυροῦσαν τὴν ταπεινήν του καρδίαν ἀνόθευτον καὶ κορυφαίαν Ἀγάπην πρὸς τὸ
Πρόσωπον τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, καὶ
(β) Εἰς τὴν ἀμέριστον
μέριμνάν του διὰ τὴν διαφύλαξι τῶν ἀμεταθέτων ὁρίων τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς μόνης
σώζουσας Ἀληθείας τοῦ σύμπαντος κόσμου.
Ἡ ἀπέραντος ἀγάπη του πρὸς
τὸν ἄνθρωπο, καρπὸς τῆς ἀπροσμέτρητης Ἀγάπης του πρὸς τὸν γλυκύτατον Ἰησοῦν, εἶναι
ἀῤῥήκτως καὶ ἀδιαιρέτως συνυφασμένη μὲ τὴν ἀνυποχώρητον στάσι του στὰ θέματα τῆς
Ὀρθοδόξου Πίστεως. Ἀλλὰ καὶ ἀντιστρόφως: Ἡ ἀπέραντος καὶ ἀνυποχώρητος Πίστι του
στὴν ἅπαξ ἀποκαλυφθεῖσαν σώζουσαν Ἀλήθειαν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν ἄνθρωπον, εἶναι
ἀῤῥήκτως καὶ ἀδιαιρέτως συνυφασμένη μὲ τὴν ἄῤῥητον Ἀγάπη του πρὸς τὸν
Θεάνθρωπον Χριστὸν καὶ τὴν ἀνόθευτον ἀγάπη του πρὸς τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τοὐτέστιν
τὸν κάθε ἄνθρωπο.
Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος
Πόποβιτς ἀκολουθῆ ἀπαρεγκλίτως τὴν σύμφωνον γνώμην ἁπάντων τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς
Ἐκκλησίας μας: «Ὅποιος κάνει ἐκπτώσεις στὰ θέματα τῆς Πίστεως, χάριν δῆθεν τῆς «ἀγάπης»,
αὐτός, κατὰ βάθος, δὲν ἀγαπᾶ οὔτε τὸν
ἄνθρωπο οὔτε τὸν Θεάνθρωπο ἀλλ᾽ ἀπεναντίας: Ἀπατᾷ καὶ ἀπατᾶτε οἰκτρῶς»!
Ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τὴν
ἁγίαν του μνήμην τὴν 1/14 Μαρτίου ἑκάστου ἔτους.
Ἀπὸ τὸ τεῦχος 142-149, Μάιος, 2020 τοῦ περιοδικοῦ τῆς Ἱ. Μονῆς Σταυροβουνίου «Ο ΖΩΟΠΟΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ». σ. 1064-1066.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου