του Χριστόδουλου Βασιλειάδη
Η
δεύτερη ιστορία, που είναι παρμένη επίσης από το Γεροντικό, είναι η ακόλουθη:
«Δύο
συνασκηταί βρίσκονταν σε ψυχρότητα μεταξύ τους από κάποια παρεξήγησι. Κάποτε
αρρώστησε ο ένας και πήγε κάποιος από τους αδελφούς να τον επισκεφθή. Του
εμπιστεύτηκε τότε ο άρρωστος, πως ήταν ψυχραμένος με τον συνασκητή του και τον
παρακάλεσε να μεσολαβήση να συμφιλιωθούν, γιατί φοβόταν μη τον βρή έτσι ο
θάνατος.
Γυρίζοντας
πίσω στο κελλί του ο αδελφός, παρακαλούσε τον Θεό να τον φωτίση να χειριστή
σωστά την υπόθεσι, για να μη προξενήση περισσότερη βλάβη παρά ωφέλεια. Μόλις
έφτασε, οικονόμησε ο Θεός να του πάη κάποιος φίλος του ένα καλαθάκι σύκα.
Διάλεξε τα ωραιότερα και, χωρίς να χάση καιρό, σηκώθηκε και τα πήγε στον
συνασκητή του αρρώστου.
-Αββά,
του είπε, αυτά σου στέλνει ο δείνα Γέροντας.
Ο
Αββάς απόρησε.
-Σε
μένα τα έστειλε;
-Ναι,
είπε ο αδελφός.
Εκείνος
τα δέχτηκε συγκινημένος κι’ ευχαρίστησε τον αδελφό. Ευχαριστημένος ο
ειρηνοποιός από την πρώτη επιτυχία, επήγε τα υπόλοιπα σύκα στον άρρωστο.
-Σου
τα στέλνει ο συνασκητής σου, του είπε.
-Τί
λές. Λοιπόν, συμφιλιωθήκαμε; είπε με χαρά ο ασκητής
–Ναι,
Αββά, με την ευχή σου, αποκρίθηκε ο αδελφός.
-Δόξα
τω Θεώ, έκανε ενθουσιασμένος εκείνος.
Έτσι
με λίγα σύκα συμφιλιώθηκαν οι συνασκηταί από τη σύνεσι του αδελφού»[1].
Και
στις δύο περιπτώσεις βλέπουμε ότι η σύνεση και η διάκριση που είχε ο αδελφός,
που μεσολάβησε, βοήθησαν έτσι ώστε να συμφιλιωθούν οι δύο συνασκητές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου