του Χριστόδουλου Βασιλειάδη
Η
ειρήνη όμως δεν είναι κατά βάση και κατά κύριο λόγο μια αρετή, την οποία μπορεί
ο άνθρωπος με τις δικές του δυνάμεις να αποκτήσει και κατακτήσει , αλλά είναι
ένα χάρισμα και δώρο, όπως είναι εξ άλλου και όλες οι αρετές, το οποίο μόνο ο
Κύριος προσφέρει. Χρειάζεται βέβαια ο
προσωπικός αγώνας και προσπάθεια για την απόκτηση της αρετής, αλλά μόνο με τις
δικές μας δυνάμεις είναι αδύνατη η απόκτησή της. Γι’ αυτό και στην εισαγωγή
αρκετών αποστολικών επιστολών της Καινής Διαθήκης η ειρήνη παρουσιάζεται σαν
δώρο του ουράνιου Πατέρα, καθώς επίσης και του Υιού: «χαρις υμιν και ειρηνη από
Θεου πατρος ημων και Κυριου Ιησου Χριστου» (Ρωμ. α' 7. Α' Κορ. α' 3 και αλλού).
Εύχομαι δηλαδή ο Θεός Πατέρας μας και ο Κύριος Ιησούς Χριστός να σας δίνουν
χάρη και ειρήνη. Η ειρήνη, για την οποία κάνουμε λόγο είναι καρπός του Αγίου
Πνεύματος. «ο δε καρπος του Πνευματος εστιν αγαπη, χαρα, ειρηνη...» (Γαλ, ε'
22). Γι’ αυτό πρέπει και μείς να προσευχόμαστε στον δωρεοδότη Χριστό να μας
χαρίσει το πολύτιμο δώρο της ειρήνης.
Αυτός
είναι και ο λόγος που ο διάκονος στην αρχή της Θείας Λειτουργίας στη «μεγάλη
συναπτή»[1] ή
στα λεγόμενα ειρηνικά, όπως ονομάζονται, προσεύχεται να μας χαρίσει ο Θεός την
«ανωθεν ειρηνη». Η πρώτη αίτηση είναι η εξής: «Εν ειρηνη του Κυριου
δεηθωμεν», δηλαδή με ειρήνη, ελεύθεροι
από μίση ή ψυχρότητα ή από ταραχή φροντίδων, ας παρακαλέσουμε τον Κύριο. Αφού
λοιπόν προτρέπει ο διάκονος να προσευχόμαστε με ψυχική ειρήνη και γαλήνη,
ακολούθως εύχεται: «Υπερ της ανωθεν ειρηνης και της σωτηριας των ψυχων ημων,
του Κυριου δεηθωμεν»· δηλαδή μας προτρέπει να παρακαλέσουμε τον Κύριο για την
ειρήνη που χαρίζεται από τον Θεό, η οποία μας απαλλάττει από κάθε τύψη
συνειδήσεως, και για τη σωτηρία των ψυχών μας. Είναι φανερό εδώ ότι παρακαλούμε
τον Θεό να μας δώσει την ειρήνη, η οποία προέρχεται από τον Κύριο, σαν δώρο και
όχι από τη δική μας ασθενή και πεπτωκυία φύση. Επομένως η Εκκλησία μας καλεί να
προσευχόμαστε «εν ειρηνη» και «υπερ της ειρηνης»[2].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου