του Χριστόδουλου Βασιλειάδη
Αυτή η ειρήνη είναι
κεντρική έννοια στο κήρυγμα των προφητών για τη σωτηρία, που πρόκειται να φέρει
ο προσδοκώμενος Μεσσίας, Ιησούς Χριστός, καθώς και για τη προσδοκώμενη
μεσσιανική εποχή, κατά την οποία θα αποκατασταθή η παραδείσια ειρήνη, η οποία
χάθηκε λόγω της αμαρτίας των πρωτοπλάστων. Αναφέρει σχετικά ο προφήτης Ησαΐας:
«Τότε ο λύκος θα βόσκη μαζί με το αρνί, και η λεοπάρδαλις θα κατοική μαζί με το
ερίφιον, το μοσχάριον και ο ταύρος θα βόσκουν μαζί με τον λέοντα και ένα μικρό
παιδί θα οδηγεί αυτά ως ήμερα αρνία. Το βόδι και η αρκούδα θα βόσκουν μαζί και
τα μικρά τους θα κάμνουν μαζί συντροφιά. Το λιοντάρι και το βόδι θα τρώγουν
μαζί άχερα. Μικρό παιδί θα απλώνη και θα θέτη χωρίς κίνδυνο τα χέρια του στην
τρύπα του δηλητηριώδους φιδιού και στη φωλιά, όπου τα φίδια έχουν τα μικρά
τους. Όλα τα άγρια θηρία και τα δηλητηριώδη φίδια δεν θα κάμνουν σε κανένα
κακό, ούτε θα έχουν τη δύναμη και τη διάθεση να σκοτώσουν κανένα στο άγιο μου
όρος, διότι ολόκληρος ο κόσμος θα έχει πλημμυρίσει από τη θεία γνώση, όπως το
πολύ νερό κατακαλύπτει τις θάλασσες»[1].
Αυτή
η ειρηνική κατάσταση με το Θεό, τους εαυτούς τους, τον πλησίον και τη φύση
γενικά ζούσαν και ζουν οι άγιοι, οι οποίοι είναι συμφιλιωμένοι με τη φύση. Γι’
αυτό βλέπουμε και στους βίους τους, ότι οι άγιοι, οι οποίοι ζούσαν την
προπτωτική, παραδείσια, κατάσταση, συμπεριφεέρονταν στα άγρια ζώα σαν να ήταν
ήμερα.
Στην
παλαιά Διαθήκη η λέξη ειρήνη εσήμαινε την κατάσταση της σωτηρίας και της
ευημερίας σε αντίθεση προς κάθε είδος κακού[2].
Στην Παλαιά Διαθήκη επίσης ο όρος χρησιμοποιείτο και σαν χαιρετισμός κατά την
άφιξη ή αναχώρηση. Συγκεκριμένα κατά την άφιξη έλεγαν: «Ειρήνη σοι» (Κριτ. στ'
23) ενώ κατά την αναχώρηση: «Πορεύεσθε εν ειρήνη» (Κριτ. ιη' 6).
[1] «Καὶ
συμβοσκηθήσεται λύκος μετ’ ἀρνός, καὶ πάρδαλις συναναπαύεται ἐρίφῳ, καὶ
μοσχάριον καὶ ταῦρος καὶ λέων ἅμα βοσκηθήσονται, καὶ παιδίον μικρὸν ἄξει αὐτούς·
καὶ βοῦς καὶ ἄρκος βοσκηθήσονται, καὶ ἅμα τὰ παιδία αὐτῶν ἔσονται, καὶ λέων καὶ
βοῦς ἅμα φάγονται ἄχυρα. Καὶ παιδίον νήπιον ἐπὶ τρώγλην ἀσπίδων καὶ ἐπὶ κοίτην ἐκγόνων
ἀσπίδων τὴν χείρα ἐπιβαλεῖ. Καὶ οὐ μὴ κακοποιήσουσιν, οὐδὲ μὴ δύνωνται ἀπολέσαι
οὐδένα ἐπὶ τὸ ὄρος τὸ ἅγιόν μου, ὅτι ἐνεπλήσθη ἡ σύμπασα τοῦ γνῶναι τὸν Κύριον ὡς
ὕδωρ πολὺ κατακαλῦψαι θαλάσσας» (Ησ. ια΄ 6-9).
[2] Ευάγγελου Θεοδώρου, Ειρήνη, ΘΗΕ, τ. 5, Αθηναι 1964, στ. 440.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου