Χριστόδουλου Βασιλειάδη
Κάποτε ὅμως ἦλθε
κάποιος ἐπισκέπτης στὸν πλούσιο ἄνθρωπο καὶ αὐτὸς λυπήθηκε νὰ σφάξῃ ἀπὸ τὰ δικά
του πρόβατα καὶ ἀπὸ τὰ κοπάδια τῶν βοδιῶν του, γιὰ νὰ φιλοξενήσῃ τὸν ὁδοιπόρο,
ποὺ ἦλθε στὸ σπίτι του. Ἀντ’ αὐτοῦ πῆρε καὶ ἔσφαξε τὸ πρόβατο τοῦ πτωχοῦ καὶ τὸ
προσέφερε στὸν ἐπισκέπτη του.
Ὁ Δαβὶδ μόλις
ἄκουσε αὐτὴ τὴν ἱστορία, θύμωσε πολὺ μὲ ἐκεῖνο τὸν πλούσιο. Τότε λέγει στὸν
Νάθαν: «Ζῇ Κύριος, ὅτι υἱὸς θανάτου ὁ ἀνὴρ ὁ ποιήσας τοῦτο»[1],
δηλαδὴ «Λέγω ἐνώπιον τοῦ Κυρίου, ποὺ ζῇ καὶ παρακολουθεῖ τὰ πάντα, ὅτι ὁ
ἄνθρωπος ποὺ τὸ ἔκανε αὐτό, εἶναι ἔνοχος θανάτου». Ἀκόμη ὁ Δαβὶδ λέγει ὅτι
πρέπει νὰ ἀποζημιώσῃ τὸν ἄλλον στὸ ἑπταπλάσιο γιὰ τὴν πράξη του αὐτή, ἀλλὰ καὶ
ἐπειδὴ δὲν εὐσπλαγχνίσθη τὸν πτωχό.
Τότε ὁ Νάθαν
λέγει ἀμἐσως στὸν Δαβίδ: «Σὺ εἶ ὁ ἀνὴρ ὁ ποιήσας τοῦτο». δηλαδὴ «Ἐσὺ εἶσαι ὁ
ἄνθρωπος, ποὺ ἔκανες αὐτό». Ἀκολούθως ὁ
προφήτης Νάθαν μεταξὺ ἄλλων λέγει στὸν Δαβὶδ ὅτι κατεφρόνησε καὶ κατεπάτησε τὴν
ἐντολὴ τοῦ Κυρίου καὶ διέπραξε αὐτὴ τὴν πονηρὴ πράξη ἐνώπιόν Του. Ἐσκότωσε δηλαδὴ
μὲ τὸ ἐχθρικὸ μαχαίρι τὸν ἀξιωματικό του, τὸ Οὐρία τὸν Χετταῖο καὶ ἀκολούθως
πῆρε τὴ γυναῖκα τοῦ Οὐρία καὶ τὴν ἔκανε γυναῖκα του καὶ ἔβαλε τὸν ἄνδρα της νὰ
σκοτωθῇ ἀπὸ τὸ μαχαίρι τῶν Ἀμμωνιτῶν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου