του Χριστόδουλου Βασιλειάδη
(Πίνακας: Χριστόδουλου Βασιλειάδη)
Ο
πρωτομάρτυρας και αρχιδιάκονος Στέφανος στην απολογία του προς τους αρχιερείς
ερωτά τους εβραίους «ποιο από τους προφήτες δεν κατεδίωξαν οι πρόγονοί σας; Και
εφόνευσαν εκείνους, που προανήγγειλαν τον ερχομό του Μεσσίου, ο οποίος υπήρξε ο
απολύτως αναμάρτητος και κατ’ εξοχήν δίκαιος και του οποίου τώρα εσείς έχετε
γίνει προδότες και φονείς»[1].
Ο
απόστολος των εθνών Παύλος, προτού ακόμη γίνει η μεταστροφή του στον Χριστό και
ενώ πήγαινε προς τη Δαμασκό για να καταδιώξει τους χριστιανούς, άστραψε γύρω
του ουράνιο φως, και εξ αιτίας της εκθαμβωτικής λάμψης έπεσε κατά γης. Άκουσε
δε φωνή, που του έλεγε: «Σαούλ, Σαούλ, τί με διώκεις;»[2].
Και πράγματι, ο Παύλος, προτού γίνει η μεταστροφή του στον Χριστό, υπήρξε
δεινός διώκτης των χριστιανών. Στον λόγο του ο Παύλος προς τους Ιουδαίους των
Ιεροσολύμων παραδέχθηκε ότι απέδειξε ότι είχε ζήλο για τον Θεό και τον νόμο και
ότι αυτός ήταν, που κατεδίωξε την πίστη και τον δρόμο αυτό της χριστιανικής
ζωής μέχρι θανάτου, και έδενε με αλυσίδες τους χριστιανούς και παρέδιδε στις
φυλακές και άνδρες και γυναίκες[3].
Στην απολογία του προς τον βασιλιά Αγρίππα ο απόστολος Παύλος παραδέχεται ότι
σε όλες τις συναγωγές, όπου οδηγούντο προς δίκη οι χριστιανοί, σε πολλές
περιπτώσεις τους τιμωρούσε με ραβδισμούς και προσπαθούσε να τους εξαναγκάσει να
βλασφημήσουν το όνομα του Ιησού. Επειδή με πολλή μανία παραφερόταν εναντίον των
χριστιανών, τους κατεδίωκε ακόμη και μέχρι των πόλεων, οι οποίες είναι έξω από
τα σύνορα της Ιουδαίας[4].
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου