Χριστόδουλου Βασιλειάδη
(Πίνακας: Χριστόδουλου Βασιλειάδη)
Ὁ Ἰωὰβ ἔστειλε
στὸν Δαβὶδ ἀπεσταλμένο καὶ τοῦ ἀνείγγειλε ὅτι ἀπέθανε ὁ Οὐρίας. Ὁ Δαβὶδ ὅμως
εἶπε στὸν ἀπεσταλμένο νὰ πῇ στὸν Ἰωὰβ νὰ μὴ λυπηθῇ πολὺ καὶ νὰ θεωρήσῃ φοβερὸ
τὸ γεγονός, διότι αὐτὰ ἔχει ὁ πόλεμος. Τὸ μαχαίρι τρώγει ἄλλοτε μὲ τὸν ἕνα καὶ
ἄλλοτε μὲ τὸν ἄλλο τρόπο.
Ἡ γυναῖκα τοῦ
Οὐρία ἔμαθε ὅτι σκοτώθηκε στὸν πόλεμο ὁ Οὐρίας καὶ ἔκλαψε πολὺ τὸν ἄνδρα της.
Ἀφοῦ λοιπὸν ἐπέρασε ὁ καιρὸς τοῦ πένθους, ἔστειλε ὁ Δαβὶδ ἀνθρώπους του καὶ τοῦ
ἔφεραν τὴν Βηρσαβεὲ στὸ ἀνάκτορό του καὶ πῆρε νόμιμα πλέον τὴν Βηρσαβεεὲ σὰν σύζυγό
του, ἀπέκτησαν δὲ καὶ ἕνα γιό. Νόμισε ὅμως ὅτι μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ἡσύχασε. Ἀπὸ
ἐκείνη ὅμως τὴ στιγμὴ ἀρχίζουν οἱ μεγάλες ταλαιπωρίες καὶ τὰ δεινά του. Ὁ Δαβὶδ
τὴν περίοδο ποὺ διέπραξε τὴν ἁμαρτία δὲν ἦταν μικρὸ παιδί, ὅπως ἀναφέρει ὁ
ἱερὸς Χρυσόστομος, ἀλλὰ ὥριμος ἄνδρας, γύρω στὰ πενήντα χρόνια[1].
Ὅμως ὅπως ἀναφέρει τὸ κείμενο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης «καὶ πονηρὸν ἐφάνη τὸ ρῆμα,
ὃ ἐποίησε Δαβίδ, ἐν ὀφθαλμοῖς Κυρίου»[2].
Δηλαδὴ ἡ ὅλη ἐνέργεια τοῦ Δαβὶδ φάνηκε πονηρὴ μπροστὰ στὸν Κύριο καὶ ἔγινε ὁ
βασιλιᾶς ἔνοχος ἀπέναντι τοῦ Κυρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου