Χριστόδουλου Βασιλειάδη
(Πίνακας: Χριστόδουλου Βασιλειάδη)
Ὁ πεντηκοστὸς ψαλμὸς
εἶναι ὁ τέταρτος ἀπὸ τοὺς ψαλμοὺς τῆς μετανοίας καὶ ἔχει συγγραφεῖ ἀπὸ τὸν προφητάνακτα
Δαβίδ. Τὸ ἱστορικὸ τοῦ ψαλμοῦ ἔχει ὡς ἀκολούθως:
Ὁ στρατὸς τῶν ἱσραηλιτῶν
μὲ ἐπὶ κεφαλῆς τὸν Ἰωὰβ βρισκόταν ἔξω ἀπὸ τὴν πρωτεύουσα τῶν Ἀμμωνιτῶν Ραββάθ (τὸ
σημερινὸν Ἀμμὰν τῆς Ἱορδανίας). Ὁ Δαβὶδ ὅμως δὲν συμμετεῖχε στὴν ἐκστρατεία, διότι ἦταν βέβαιος γιὰ τὴν νίκη, καὶ ἔτσι ἀνεπαύετο. Μετὰ τὸν μεσημβρινὸ του ὕπνο,
ἔκανε τὸν περίπατό του στὴν ταράτσα τοῦ ἀνακτόρου του. Τότε εἶδε μία ὡραία
γυναῖκα, ποὺ λουζόταν στὴν αὐλή της καὶ καταγοητεύτηκε. Τότε τοῦ γεννήθηκε ἡ
ἐπιθυμία τῆς μοιχείας. Ἡ γυναῖκα ἐκείνη, ποὺ λεγόταν Βηρσαβεέ, συγκατατέθηκε
ἀμέσως στὴν ἐπιθυμία τοῦ βασιλιὰ, κινούμενη πιθανὸν καὶ ἀπὸ φιλοδοξία, διότι
νόμισε ὅτι θὰ γινόταν βασίλισσα.
Ὅμως ὁ Νόμος
ὥριζε λιθοβολισμὸ γιὰ τοὺς μοιχούς. Ἔτσι ἡ Βηρσαβεὲ γιὰ νὰ προστατεύσῃ τὸν
ἑαυτό της ἀπὸ τὴν τιμωρία γιὰ τὸ ἁμάρτημα ποὺ διέπραξε, ἀνακοίνωσε στὸ Δαβὶδ
ὅτι ἦταν ἔγκυος. Ὁ Δαβίδ, γιὰ νὰ τηρήσῃ τὰ προσχήματα καὶ τυφλωμένος ἀπὸ τὸ
σαρκικὸ πάθος, κάλεσε ἀπὸ τὸ μέτωπο τὸν σύζυγο τῆς Βηρσαβεέ, Οὐρία, καὶ
προσπάθησε μὲ κάθε τρόπο νὰ τὸν ὁδηγήσῃ σὲ σαρκικὴ σχέση μὲ τὴ σύζυγό του, γιὰ
νὰ θεωρηθῇ ὅτι τὸ ἔμβρυο ἦταν δικό του.
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου