Κάποτε ὅμως ἀσθένησε ὁ ἕνας καὶ τὸν ἐπισκέφθηκαν οἱ
πατέρες. Εἶδαν ὄτι ὁ Μοναχὸς ἐκεῖνος ἄλλοτε μὲ ἔπεφτε σὲ ἔκσταση καὶ ἄλλοτε
συνερχόταν. Τότε μὲ κάποια περιέργεια τὸν ρώτησε: «Τί εἶδες, πάτερ;». «Τοὺς ἀγγέλους
τοῦ Θεοῦ - ἀπάντησε ὁ ἀσθενὴς Μοναχὸς - ὅτι ἦλθαν καὶ παρέλαβαν ἐμένα καὶ τὸν ἀδελφό
μου καὶ μᾶς ὁδηγοῦσαν πρὸς τὸν οὐρανό. Καθὼς δὲ ἀνεβαίναμε μᾶς συνάντησαν οἱ ἐχθρικὲς
δυνάμεις, ἀναρίθμητοι κατὰ τὸ πλῆθος καὶ τρομεραὶ κατὰ τὴν μορφή. Μολονότι δὲ
κοπίασαν πάρα πολύ, ἐν τούτοις τίποτε δὲν μπόρεσαν νὰ πετύχουν ἐναντίον μας.
Μόλις δὲ προσπεράσαμε τὶς δυνάμεις αὐτὲς τοὺς Σατανᾶ, ἄρχιε νὰ λέγῃ: «Μεγάλη
παρρησία δίνει στὴν ψυχὴ ἡ ἁγνεία».
Μόλις εἶπεν αὐτοὺς τοὺς λόγους ὁ Μοναχὸς κοιμήθηκε. Ὅταν
οἱ παρευρισκόμενοι πατέρες διεπίστωσαν τὸν θάνατον, ἀπέστειλαν ἕνα μοναχὸ νὰ ἀναγγείλῃ
αὐτὸ στὸν ἀδελφό του. Ὁ μοναχὸς ἐκεῖνος βρῆκε τὸν ἀδελφὸ πεθαμένο. Τότε οἱ
πατέρες θαύμασαν καὶ δόξασαν τὸν Θεό!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου