Μετὰ τὴν ὀπτασία αὐτή, τὸν ἐπισκέφθηκαν κάποτε μερικοὶ ἄνθρωποι
καὶ ἄρχισαν νὰ συζητοῦν μαζί του περὶ τῆς ψυχῆς καὶ ποιός, μετὰ τὴν ἔξοδό της ἀπὸ
τὸ σῶμα, εἶναι ὁ τόπος ποὺ μεταβαίνει. Τὴν ἑπόμενη ἀκριβῶς νύχτα ἄκουσε νὰ τὸν
καλῇ μιὰ φωνή, ποὺ ἔλεγε:
-«Ἀντώνιε, σήκω, ἔξελθε ἀπὸ τὸ κελλί σου καὶ βλέπε».
Πράγματι λοιπὸν ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἐξῆλθε (διότι γνώριζε σὲ
ποιὲς φωνὲς ἔπρεπε νὰ ὑπακούῃ) καὶ ἀφοῦ ὕψωσε τὸ βλέμμα του πρὸς τὸν οὐρανὸ εἶδε
τὸ ἑξῆς ὅραμα.
Κάποιος πανύψηλος καὶ φοβερός, ἀπαίσιος στὴν μορφή, στεκόταν
ὄρθιος. Τὸ ὕψος του ἔφθανε ὡς τὰ σύννεφα, ἐνῷ πολλοὶ πετοῦσαν μπροστά του σὰν νὰ
εἶχαν φτερά. Τότε ἐκεῖνος ὁ φοβερὸς ἅπλωνε τὰ χέρια του καὶ ἄλλους μὲν τοὺς ἐμπόδιζε
νὰ πετοῦν, ἐνῷ ἄλλοι κατώρθωναν νὰ τὸν προσπερνοῦν καὶ νὰ πετοῦν ψηλότερα καὶ νὰ
συνεχίζουν τὸν δρόμο τους χωρὶς ἐμπόδια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου