του Χριστόδουλου Βασιλειάδη
Εἶναι θέση τῶν πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ἡ ψυχή, κατὰ τὴν
ἔξοδο της ἀπὸ τὸ σῶμα ἀλλὰ καὶ προηγουμένως, ὅταν ἑτοιμάζεται νὰ ἐξέλθῃ ἀπὸ αὐτό,
αἰσθάνεται τὴν παρουσία τῶν δαιμόνων, ποὺ λέγονται τελώνια καὶ διακατέχεται ἀπὸ
φόβο, ἐπειδὴ θὰ διέλθῃ διὰ τῶν τελωνίων.
Ἀναφέρεται στὸν Εὐεργετινὸ ὅτι ὁ Μέγας Ἀντώνιος ἑτοιμαζόταν
νὰ φάγῃ κατὰ τὴν κανονισμένη ὥραˑ σύμφωνα λοιπὸν πρὸς τὴ συνήθεια σηκώθηκε γιὰ
νὰ προσευχηθῇˑ ἦταν δὲ τότε ἡ ἐνάτη ὥρα, δηλαδὴ τρεῖς τὸ ἀπόγευμα. Ἐκείνην ὅμως
ἀκριβῶς τὴ στιγμὴ αἰσθάνθηκε τὸν ἑαυτό του νὰ ἔχῃ ἁρπαγῇ νοερά. Τὸ δὲ παράδοξο ὑπῆρξε
τοῦτοˑ καθὼς στεκόταν, ἔβλεπε τὸν ἑαυτό του, ὡς νὰ εἶχε ἐξέλθῃ ἀπὸ τὸ σῶμα καὶ
νὰ ὡδηγεῖτο ἡ ψυχὴ του ἀπὸ μερικοὺς στὸν ἀέρα. Ἔπειτα βλέπει μερικοὺς ἀσχημοπρόσωπους
καὶ φοβεροὺς νὰ στέκουν μπροστά του στὸν ἀέρα καὶ νὰ θέλουν νὰ τὸν ἐμποδίσουν,
γιὰ νὰ μὴ περάσῃ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου