Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, διὰ μέσου τῶν αἰώνων,
παρέμεινε ἡ κιβωτὸς τῆς σωτηρίας, ἐκτὸς τῆς ὁποίας δὲν ὑπάρχει σωτηρία[1].
Μπορεῖ διὰ μέσου τῶν αἰώνων νὰ ἀποσχίστηκαν πολλοὶ αἱρετικοί, ἀλλὰ ὁ Κύριος εἶπε
στοὺς μαθητές Του στὸ ὄρος τῆς Γαλιλαίας∙ «καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ’ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς
ἡμέρας, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος»[2].
Ὁ Ἰησοὺς Χριστός, ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας ἔδωσε ὑπόσχεση ὅτι θὰ εἶναι πάντοντε
μέσα στὴν Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας κεφαλὴ εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ μέλη οἱ πιστοί.
Πολλοὶ αἱρετικοὶ ἀνὰ τοὺς αἰῶνες ἀποσχίστηκαν
ἀπὸ τὴν μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Τὸ 1054 μ.Χ. ἀποσχίζονται ὁριστικὰ
οἱ παπικοὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Τὸν 16ο αἰώνα στὴν Γερμανία
ὁ Μαρτῖνος Λούθηρος ἰδρύει τὸν Προτεσταντισμό, ὡς ἀντίδραση πρὸς τὴ Ρωμαϊκὴ αἵρεση.
Θέση τοῦ Λούθηρου ἦταν ὅτι ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἀποτέλεσμα
μόνο τῆς Θείας Χάρης καὶ τῆς πίστης καὶ ὄχι τῶν ἀγαθῶν ἔργων. Γι’ αὐτὸ ἀντέδρασε
στὸ θεσμὸ τοῦ συγχωροχαρτιοῦ, ποὺ ἔδινε τότε ἡ παπικὴ αἵρεση, γιὰ τὴν ἄφεση τῶν
ἁμαρτιῶν. Κύρια πίστη τῶν Προτεσταντῶν ἦταν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ μόνος
μεσολαβητὴς μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, μόνη αὐθεντία εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή, μόνο ἡ
πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ εἶναι ἀρκετὴ γιὰ τὴ σωτηρία καὶ ὅτι ἡ δόξα ὠφείλεται ἀποκλειστικὰ
στὸν Θεὸ καὶ ὄχι στοὺς ἁγίους ἢ σὲ ἀνθρώπους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου