του Χριστόδουλου Βασιλειάδη
(Πίνακας: Χριστόδουλου Βασιλειάδη)
Ὁ ῞Οσιος ἔζησε πάνω ἀπὸ ἐνενῆντα
χρόνια καί, ὅταν ἔψαλλε στὴν ᾿Εκκλησία, ἀξιωνόταν νὰ βλέπῃ τὸν ῞Οσιο Θεοδόσιο -ἐνῷ
αὐτὸς εἶχε πεθάνει- νὰ συμψάλλῃ μαζί του.
᾿Εσυνάχθησαν κάποτε οἱ πατέρες τῆς
Σκήτης καὶ συζητοῦσαν γιὰ τὸν Μελχισεδέκ, ἀλλὰ ξέχασαν νὰ καλέσουν τὸν ᾿Αββᾶ
Κόπρι. Ὁ Μελχισεδέκ, γιὰ τὸν ὁποῖο οἱ μοναχοὶ συζητοῦσαν τότε, εἶναι ἕνα πρόσωπο
τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ποὺ παρουσιάζεται ὡς ἀπάτωρ, ἀμήτωρ, ἀγενεαλόγητος καὶ
εἶναι προτύπωσις τοῦ Χριστοῦ. Διότι ὁ Χριστὸς εἶναι ἀπάτωρ (χωρὶς πατέρα) κατὰ
τὴν ἀνθρώπινή του φύση, ἀμήτωρ (χωρὶς μητέρα) καὶ ἀγενεαλόγητος (χωρὶς γενεὰ)
κατὰ τὴν Θεϊκή του φύση καὶ οὐσία. ῎Ετσι λοιπὸν ἐκάλεσαν καὶ τὸν ᾿Αββᾶ στὴ
συζήτησή τους καὶ τὸν ἐρωτοῦσαν γι’ αὐτὸ τὸ πρόσωπο. Κι αὐτός ἀφοῦ ἐκτύπησε τὸ
στόμα του τρεῖς φορὲς εἶπε. ᾿Αλλοίμονό σου, Κόπρι, γιατὶ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα σὲ
διέταξε ὁ Θεὸς νὰ κάμνῃς τὰ ἄφησες καὶ ἐξετάζεις ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα δὲν ζητεῖ ἀπὸ
σένα. ῞Οταν ἄκουσαν αὐτὰ οἱ ἀδελφοί, ἔφυγαν καὶ ἐπῆγαν στὰ κελλιά τους.
Ἂν ἀναλογισθῇ ὁ καθένας μας τί
περάσαμε στὸν αἰῶνά μας μὲ τὶς ἄσκοπες συζητήσεις γύρω ἀπὸ θέματα, ποὺ δὲν
ἀφοροῦν τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, τότε θὰ καταλάβωμε ὅτι ἔχομε ἐξοκείλει πολὺ
ἀπὸ τὴν οὐσία τῆς ᾿Ορθοδόξου πίστεώς μας.
Ὁ ἄνθρωπος πρέπει νὰ σκέπτεται ὑπὸ τὸ πρῖσμα τῆς αἰωνιότητας καὶ ὅτι ὅλες οἱ χαρὲς καὶ ἡδονὲς τοῦ κόσμου τούτου δὲν ἀξίζουν οὔτε μιὰ στιγμὴ ἀπὸ τὴν εὐτυχία καὶ «ἡδονή», τὴν ὁποία ζῇ καὶ θὰ ζήσῃ ὁ ἄνθρωπος κοντὰ στὸν Χριστὸ στὴν αἰώνια Βασιλεία Του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου