Ὁ Ἀζαὴλ τὸν ρώτησε γιατὶ κλαίει ὁ κύριός σου; Κλαίω,
διότι γνωρίζω πόσα κακὰ θὰ κάμῃς ἐναντίον τῶν Ἰσραηλιτῶν. Θὰ κάψῃς πόλεις ὠχυρωμένες
θὰ φονεύσῃς τοὺς ἐκλεκτούς τους ἄνδρες μὲ ρομφαία, θὰ συντίψῃς τὶς κεφαλὲς τῶν
νηπίων καὶ θὰ ἀνοίξῃς τὶς κοιλιὲς τῶν ἐγκύων γυναικῶν! Ὁ Ἀζαὴλ εἶπε: Ποιὸς εἶμαι
ἐγὼ ὁ δοῦλος σου, ἐγὼ τὸ ψόφιο σκυλί, ποὺ θὰ τολμήσω νὰ κάμω αὐτὸ τὸ πρᾶγμα; Ὁ Ἐλισσαῖος
ἀπάντησε: Ὁ Κύριος μοῦ ἀποκάλυψε, ὅτι θὰ γίνῃς βασιλιᾶς τῆς Συρίας.
Ὁ Ἀζαὴλ ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὸν Ἐλισσαῖο καὶ μετέβη στὸν
κύριό του. Καὶ ὁ Κύριός του τὸν ρώτησε∙ τί σοῦ εἶπε ὁ Ἐλισσαῖος; Ὁ Ἀζαὴλ ἀπάντησε:
Μοῦ εἶπε ὅτι θὰ θεραπευθῇς ἀπὸ τὴν ἀσθένειά σου αὐτή. Τὴν ἑπόμενη μέρα ὁ Ἀζαὴλ
πῆρε ἕνα σκέπασμα, τὸ βούτηξε στὸ νερὸ καὶ μὲ αὐτὸ περιέβαλε τὸ πρόσωπο τοῦ
βαιλιᾶ του, τὸν ἔπνιξε καὶ ἀπέθανε. Ἀντ’ αὐτοῦ ἐβασίλευσε ὁ Ἀζαήλ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου