Ὁ ἄρχοντας τότε τοῦ Ἰωρὰμ ἀπάντησε στὸν Ἐλισσαῖο καὶ εἶπε εἰρωνικά: Νὰ ὁ κύριος ἐὰν ρίψη καὶ καταρράκτες ἀπὸ τὸν οὐρανό, μήπως εἶναι δυνατὸ νὰ γίνῃ τὸ πρᾶγμα αὐτό; Καὶ ὁ Ἐλισσαῖος τότε εἶπε πρὸς αὐτόν: ‘Ιδού, θὰ δῇς μὲ τὰ μάτια σου τὴν ἀφθονία αὐτή, ἀλλὰ δὲν θὰ φάγῃς ἀπὸ αὐτή. Καὶ πράγματι ἔτσι ἔγινε! Ὁ λαὸς συνεπάτησε τὸν ἄρχοντα αὐτὸ στὸν πύλη τῆς πόλεως καὶ ἀπέθανε.
1. Ἑπτὰ
χρόνια πείνας[1].
Ὁ Ἐλισσαῖος
μίλησε πρὸς τὴν γυναῖκα, τῆς ὁποίας ἀνέστησε τὸν γιό, καὶ τῆς εἶπε: Σήκω καὶ
πήγαινε σὺ καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ σπιτιοῦ σου καὶ μένε προσωρινά, ὅπου ἐπιθυμεῖς νὰ
μείνῃς, διότι ὁ Κύριος κάλεσε νὰ ἔλθῃ στὴν χώρα μας πείνα. Ἡ πείνα αὐτὴ ἦλθε στὴν
χώρα καὶ διήρκεσε ἑπτὰ χρόνια. Ἡ γυναῖκα σηκώθηκε καὶ ἔκανε ὅπως τῆς εἶπε ὁ Ἐλισσαῖος.
Αὐτὴ δηλαδὴ καὶ οἱ ἄνθρωποι τοῦ σπιτιοῦ της ἔμειναν κατὰ τὰ ἑπτὰ χρόνια τῶν
Φιλισταίων. Μετὰ δὲ τὸν τέλος τῶν ἑπτὰ χρόνων ἡ γυναῖκα αὐτὴ ἐπέστρεψε στὴν
πόλη καὶ παρουσιάστηκε ἐνώπιον τοῦ βασιλιᾶ καὶ τὸν παρεκάλεσε θερμὰ γιὰ τὸ
σπίτι της καὶ τοὺς ἀγρούς της, τοὺς ὁποίους ἄλλοι εἶχαν καταπατήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου