1. Ἡ
στείρα γυναίκα θὰ ἀποκτήσῃ γιό[1].
Μιὰ
μέρα ὁ Ἐλισσαῖος περνοῦσε ἀπὸ τὴν πόλη Σωμάν. Ἐκεῖ ὑπῆρχε μιὰ γυναῖκα πλούσια. Αὐτὴ
παρεκάλεσε αὐτὸν ἐπίμονα νὰ καθήσῃ νὰ φάγῃ. Γιὰ ἀρκετὸ ἔκτοτε χρονικὸ διάστημα,
ὅταν αὐτὸς ὅταν εἰσερχόταν στὴν πόλη αὐτή, πήγαινε κοντά της γιὰ φαγητό. Ἡ γυναῖκα
αὐτὴ εἶπε στὸ σύζυγό της. Ἴδοὺ λοιπὸν γνωρίζω καλά, ὅτι αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος τοῦ
Θεοῦ εἶναι ἅγιος. Αὐτὸς συχνὰ διέρχεται ἀπὸ τὸ σπίτι μας. Ἂς κάνουμε λοιπὸν γι’
αὐτὸν ἕνα μικρὸ δωμάτιο στὸ ὑπερῷο καὶ ἂς τοποθετήσουμε γι’ αὐτὸν ἐκεῖ ἕνα
κρεβάτι, ἕνα τραπέζι, ἕνα κάθισμα καὶ μιὰ λυχνία. Ὅποτε δὲ αὐτὸς ἔρχεται σὲ μᾶς,
νὰ μένῃ στὸ δωμάτιο αὐτό.
Μιὰ ἄλλη
μέρα ὁ Ἐλισσαῖος εἰσῆλθε στὴν πόλη καὶ πῆγε σ’ αὐτὸ τὸ ὑπερῷο δωμάτιο, καὶ ἐκεῖ
κοιμήθηκε. Ὁ Ἐλισσαῖος εἶπε στὸν δοῦλο του Γιεζί. Κάλεσέ μου τὴν Σωμανίτιδα αὐτὴ
γυναῖκα. Ὁ δοῦλος τοῦ Ἐλισσαίου τὴν κάλεσε. Ἐκείνη παρουσιάστηκε ἐνώπιόν του. Ὁ
Ἐλισσαῖος εἶπε πρὸς τὸν Γιεζί: Πές στὴν γυναῖκα αὐτὴ τὸ ἑξῆς: Ἰδοὺ μᾶς
θάμπωσες, μᾶς σκλάβωσες μὲ τὴν μεγάλη σου αὐτὴ φιλοξενία. Τί πρέπει νὰ κάνουμε ἐμεῖς
γιὰ σένα; Μήπως ὑπάρχει κάποιο ζήτημα νὰ μιλήσουμε γιὰ σένα στὸν βασιλιᾶ, ἢ σὲ
κάποιο στρατηγὸ τοῦ στρατοῦ; Τότε ἡ γυναῖκα ἀπάντησε: Ἐγῶ κατοικῶ στὸ μέσο τῶν ἀνθρώπων
μου, καὶ ἑπομένως δὲν ἔχω καμιὰ ἀνάγκη. Ὁ Ἐλισσαῖος τότε εἶπε πρὸς τὸν Γιεζί:
Τί πρέπει νὰ κάνουμε γι’ αὐτὴ τὴν γυναῖκα; Ὁ δοῦλος τοῦ Ἐλισσαίου Γιεζὶ ἀπάντησε:
Εἶναι βέβαιο ὅτι ἡ γυκαῖκα αὐτὴ δὲν ἔχει γιὸ καὶ καὶ ὁ σύζυγός της εἶναι γέρος.
Ὁ Ἐλισσαῖος τὴν κάλεσε καὶ αὐτὴ στεκόταν κοντὰ στὴν πόρτα. Ὁ Ἐλισσαῖος τῆς εἶπε:
Κατὰ τὴν ἑπόμενη χρονιὰ καὶ κατὰ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ καὶ σὺ θὰ ζῇς καὶ θὰ ἔχῃς γιὸ
στὶς ἀγκάλες σου. Ἐκείνη ἀπάντησε: Μὴ Κύριε, σὲ παρακαλῶ μῆ διαψεύσῃς τὴν ὑπόσχεσή
σου αὐτὴ πρὸς ἐμὲ τὴν δούλη σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου