Ὁ Κύριος μετὰ τὴν
ζωηφόρο Ἀνάστασή Του καὶ προτοῦ ἀναληφθεῖ, δίνει ἐντολὴ στοὺς μαθητές Του νὰ
βαπτίζουν ὅλα τὰ ἔθνη εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου
Πνεύματος[1].
Καὶ δὲν λέγει «εἰς τὰ ὀνόματα…» ἀλλὰ «εἰς τὸ ὄνομα…», ὑποδηλώνοντας ὅτι τὰ τρία
πρόσωπα εἶναι μία Θεότης, ἕνας Θεός, ἕνα ὄνομα, ἕνας ὁ ἐκ τούτων ἁγιασμός, μία
ἡ πρὸς ταῦτα πίστις»[2]!
Ὑπόδειγμα πρὸς τοῦτο δίνει πάλιν ὁ Κύριος, βαπτιζόμενος καὶ Αὐτὸς ἀπὸ τὸν
Ἰωάννη Πρόδρομο. Τὴ βάπτιση τοῦ Κυρίου στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ μᾶς θυμίζει καὶ ἡ
ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων.
Ποιητὴς τοῦ
πρώτου κανόνα τῶν Θεοφανείων εἶναι ὁ Κοσμᾶς ἐπίσκοπος Μαϊουμᾶ, ἐνῶ τοῦ δεύτερου
ἰαμβικοῦ κανόνα ὁ Ἰωάννης Δαμασκηνός. Ὁ εἱρμὸς τῆς πρώτης ὠδῆς τοῦ πρώτου
κανόνα τῶν Θεοφανείων ἔχει ὡς ἑξῆς:
«Βυθοῦ ἀνεκάλυψε πυθμένα,
Καὶ διὰ ξηρᾶς οἰκείους ἕλκει,
ἐν αὐτῶ κατακαλύψας ἀντιπάλους,
ὁ κραταιός, ἐν πολέμοις Κύριος,
ὅτι δεδόξασται».
Ὁ
Κύριος, ὁ ὁποῖος εἶναι δυνατὸς στοὺς πολέμους, ὅπως λέγει ὁ Δαβίδ[3],
ἄνοιξε τὸν βυθὸν τῆς Ἐρυθρᾶς Θάλασσας, διὰ μέσου τῆς ράβδου τοῦ Μωυσέως. Ἔτσι,
ἀφοῦ προηγουμένως ὁ βυθὸς ἦταν ἀόρατος, τὸν ἔκαμε ὁρατόν. Ἀλλὰ δὲν τὸν ἔκαμε
μόνο ὁρατόν, ἀλλὰ καὶ ἐξήρανε τὸν πάτον τῆς Ἐρυθρᾶς Θάλασσας καὶ τὸν ἔκαμε
χέρσον. Ἔτσι ὁ ἰσραηλιτικὸς λαός, ὁ ὁποῖος ἦταν δικός Του λαός, διεπέρασε αὐτὸν
χωρὶς νὰ βραχοῦν καθόλου τὰ πόδια τους. Τοὺς Αἰγυπτίους ὅμως, οἱ ὁποῖοι ἦσαν
ἐχθροὶ τῶν Ἰσραηλιτῶν, τοὺς κατεβύθισε μέσα σὲ ἐκεῖνο τὸν βυθόν, ἀφοῦ τὰ νερὰ
ἐπανεστράφησαν. Καὶ τελειώνει ὁ μελωδὸς μὲ τὴν χαρακτηριστικὴ φράση τῆς πρώτης
ὠδῆς τοῦ Μωυσέως «ὅτι δεδόξασται».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου