* * *
Ἀπὸ τὸ περιοδικό τῆς Ἱ. Μονῆς Σταυροβουνίου «Ο ΖΩΟΠΟΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ».
Χριστόδουλου Βασιλειάδη
(Εικόνα: Χριστόδουλου Βασιλειάδη)
Παρόμοια καὶ στὸ βιβλίο τῶν
Ψαλμῶν ἀναφέρεται «ἰδοὺ ὡς ὀφθαλμοὶ δούλων εἰς χείρας τῶν κυρίων αὐτῶν, ὡς ὀφθαλμοὶ
παιδίσκης εἰς χείρας τῆς κυρίας αὐτῆς, οὕτως οἱ ὀφθαλμοὶ ἡμῶν πρὸς Κύριον τὸν
Θεὸν ἡμῶν, ἕως οὗ οἰκτειρῆσαι ἡμᾶς»[1].
Δηλαδὴ ὅπως τὰ μάτια τῶν δούλων εἶναι προσηλωμένα στὰ χέρια τῶν κυρίων τους, καὶ
τὰ μάτια τῆς δούλης στὰ χέρια τῆς κυρίας της, γιὰ νὰ πάρουν ἀπὸ αὐτοὺς κάθε ἐντολή,
ἀλλὰ καὶ κάθε ἀγαθό, ἔτσι καὶ τὰ δικά μας μάτια εἶναι στραμμένα μὲ ἐμπιστοσύνη
καὶ εὐλαβικὴ ἐγκαρτέρηση στὸν Κύριο καὶ Θεό μας, μέχρι νὰ μᾶς σπλαχνισθῇ καὶ νὰ
μᾶς ἐλεήσῃ. Αὐτὸ δὲν σημαίνει οὔτε ὑπονοεῖται ὅτι ὅταν μᾶς σπλαχνισθῇ καὶ μᾶς ἐλεήσῃ
ὁ Κύριος θὰ σταματήσουμε νὰ ἔχουμε στραμμένα τὰ μάτια μας στὸν Κύριο καὶ Θεό
μας.
Χριστόδουλου Βασιλειάδη
(Εικόνα: Χριστόδουλου Βασιλειάδη)
Ἀπόδειξη τῆς θέσεως αὐτὴ
βλέπουμε σὲ διάφορα παραδείγματα τῆς Ἁγίας Γραφής. Στὸ βιβλίο τῆς Γενέσεως ἀναφέρεται
ὅτι ὁ Νώε μετὰ τὶς σαράντα μέρες τοῦ κατακλυσμοῦ ἄνοιξε τὴν θυρίδα τῆς κιβωτοῦ,
τὴν ὁποία εἶχε κατασκευάσει καὶ ἀπέστειλε τὸν κόρακα γιὰ νὰ δῇ ἂν σταμάτησε νὰ ὑπάρχῃ
νερὸ στὴ ξηρά. Ὁ κόρακας ἀφοῦ βγῆκε ἀπὸ τὴν κιβωτὸ δὲν ἐπέστρεψε πλέον, οὔτε καὶ
ὅταν ξεράνθηκε ἐντελῶς τὸ νερὸ ἀπὸ τὴν ἐπιφάνεια τῆς γῆς. «Καὶ ἐγένετο μετὰ
τεσσαράκοντα ἡμέρας ἠνέῳξε Νῶε τὴν θυρίδα τῆς κιβωτοῦ, ἣν ἐποίησε, καὶ ἀπέστειλε
τὸν κόρακα τοῦ ἰδεῖν, εἰ κεκοπίακε τὸ ὕδωρ∙ καὶ ἐξελθών, οὐκ ἀνέστρεψεν ἕως τοῦ
ξηρανθῆναι τὸ ὕδωρ ἀπὸ τῆς γῆς»[1].
Στὸ χωρίο αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι ὁ κόρακας ἐπέστρεψε πίσω στὴν κιβωτό, ὅταν
ξηράνθηκε τὸ νερό.
Χριστόδουλου Βασιλειάδη
(Εικόνα: Χριστόδουλου Βασιλειάδη)
Οἱ Προτεστάντες ἀκόμη
στηρίζουν τὴν πλάνη τους αὐτὴ στὸ εὐαγγελικὸ χωρίο, ποὺ λέγει ὅτι «καὶ οὐκ ἐγίνωσκεν
αὐτὴν ἕως οὗ ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον»[1].
Σύμφωνα μὲ τὴν ἑρμηνεία ποὺ δίνουν οἱ Προτεστάντες σὲ αὐτὸ τὸ χωρίο, ἡ Παναγία
δὲν ἦλθε σὲ συζυγικὴ σχέση, μέχρις ὅτου γέννησε τὸν Ἰησοῦ. Ἀφοῦ τὸν γέννησε,
τότε ἦλθε σὲ σχέση μὲ τὸν Ἰωσήφ. Ὅμως ἐδῶ ἡ ἑρμηνεία ποὺ δίνουν τῆς φράσης «ἕως
οὗ» εἶναι λανθασμένη. Ἡ φράση αὐτὴ δὲν σημαίνει «μέχρις ὅτου», ἀλλὰ «οὔτε καὶ ὅταν
ἀκόμη». Ὁ χρονικὸς προσδιορισμὸς «ἕως οὗ» ἀναφέρεται σὲ ἕνα ὁρισμένο χρονικὸ
σημεῖο, ἀλλὰ ἡ συνέχεια δὲν καθορίζεται.
Χριστόδουλου Βασιλειάδη
(Εικόνα: Χριστόδουλου Βασιλειάδη)
Σύμφωνα λοιπὸν μὲ τοὺς
Προτεστάντες, μετὰ τὴ γέννηση τοῦ Κυρίου, ἡ Παναγία ἦλθε σὲ σχέση μὲ τὸν Ἰωσήφ,
μὲ τὸν ὁποῖο ἀπέκτησε παιδιά, τὰ ὁποῖα ὀνομάζονται στὴν Ἁγία Γραφὴ σὰν ἀδελφοὶ
τοῦ Κυρίου. Ὅμως ἀδελφοὶ τοῦ Κυρίου μπορεῖ νὰ εἶναι καὶ στενὰ συγγενικά Του
πρόσωπα, προερχόμενα εἴτε ἀπὸ τὸν προηγούμενο γάμο τοῦ Ἰωσήφ, εἴτε ἀπὸ τὴν οἰκογένεια
τῆς Θεοτόκου. Στὴν Ἁγία Γραφὴ ἔχουμε πολλὰ χωρία, στὰ ὁποῖα ἀναφέρεται ὁ ὅρος «ἀδελφός»,
μὲ τὴν ἔννοια τοῦ ἐξαδέλφου[1].
[1] Βλ. Γέν. Ιβ΄ 5: «καὶ ἔλαβεν Ἄβραμ Σάραν τὴν γυναῖκα αὐτοῦ καὶ τὸν Λὼτ υἱὸν τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ...». Γέν. ιγ΄ 8: «εἶπε δὲ Ἄβραμ τῷ Λώτ∙ μὴ ἔστω μάχη ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ καὶ ἀνὰ μέσον τῶν ποιμένων μου καὶ ἀνὰ μέσον τῶν ποιμένων σου, ὅτι ἄνθρωποι ἀδελφοὶ ἔσμεν ἡμεῖς». Γεν. κθ΄ 15: «Εἶπε δὲ Λάβαν τῷ Ἰακώβ∙ ὅτι γὰρ ἂδελφός μου εἶ, οὐ δουλεύσεις δωρεάν».
Χριστόδουλου Βασιλειάδη
(Εικόνα: Χριστόδουλου Βασιλειάδη)
Ὅσον ἀφορᾶ τὸ θεομητορικὸ
δόγμα, οἱ Προτεστάντες, ἔχοντας σὰν βάση τους τὴ λογική, ἀρνοῦνται τὴν παρθενικὴ
γέννηση τοῦ Κυρίου. Μιὰ φυσικολογικὴ γέννηση καταστρέφει τὴν παρθενία τῆς
μητέρας. Ἔτσι δὲν μποροῦν νὰ ἀποδεχτοῦν τὸ ἀειπάρθενο τῆς Θεοτόκου, ὅτι δηλαδὴ ἡ
Παναγία ἦταν παρθένος πρὸ τόκου, ἐν τόκῳ καὶ μετὰ τόκον[1].
Ὅμως στὴν Ὑπεραγία Θεοκόκο ἔχουν νικηθεῖ οἱ ὄροι τῆς φύσεως: «Νενίκηνται τῆς
φύσεως οἱ ὅροι ἐν σοί, Παρθένε, ἄχραντε∙ παρθενεύει γὰρ τόκος, καὶ ζωὴν
προμνηστεύεται θάνατος∙ ἡ μετὰ τόκον Παρθένος, καὶ μετὰ θάνατον ζῶσα, σώζοις ἀεί,
Θεοτόκε τὴν κληρονομίαν σου»[2].
Στὸ πρόσωπο τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ἔχουν νικηθεῖ οἱ νόμοι τῆς φύσεως, διότι ἐνῷ
γέννησε τὸν Κύριό μας, ταυτόχρονα παραμένει παρθένος.
Χριστόδουλου Βασιλειάδη
Πολλοὶ αἱρετικοὶ ἀνὰ τοὺς
αἰῶνες ἀποσχίστηκαν ἀπὸ τὴν μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία. Τὸ
1054 μ.Χ. ἀποσχίζονται ὁριστικὰ οἱ παπικοὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Τὸν 16ο
αἰώνα στὴν Γερμανία ὁ Μαρτῖνος Λούθηρος ἰδρύει τὸν Προτεσταντισμό, ὡς ἀντίδραση
πρὸς τὴ Ρωμαϊκὴ αἵρεση. Θέση τοῦ Λούθηρου ἦταν ὅτι ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου
εἶναι ἀποτέλεσμα μόνο τῆς Θείας Χάρης καὶ τῆς πίστης καὶ ὄχι τῶν ἀγαθῶν ἔργων.
Γι’ αὐτὸ ἀντέδρασε στὸ θεσμὸ τοῦ συγχωροχαρτιοῦ, ποὺ ἔδινε τότε ἡ παπικὴ αἵρεση,
γιὰ τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν. Κύρια πίστη τῶν Προτεσταντῶν ἦταν ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι
ὁ μόνος μεσολαβητὴς μεταξὺ Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, μόνη αὐθεντία εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή,
μόνο ἡ πίστη στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ εἶναι ἀρκετὴ γιὰ τὴ σωτηρία καὶ ὅτι ἡ δόξα ὠφείλεται
ἀποκλειστικὰ στὸν Θεὸ καὶ ὄχι στοὺς ἁγίους ἢ σὲ ἀνθρώπους.
(συνεχίζεται)
Χριστόδουλου Βασιλειάδη
Ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, διὰ
μέσου τῶν αἰώνων, παρέμεινε ἡ κιβωτὸς τῆς σωτηρίας, ἐκτὸς τῆς ὁποίας δὲν ὑπάρχει
σωτηρία[1].
Μπορεῖ διὰ μέσου τῶν αἰώνων νὰ ἀποσχίστηκαν πολλοὶ αἱρετικοί, ἀλλὰ ὁ Κύριος εἶπε
στοὺς μαθητές Του στὸ ὄρος τῆς Γαλιλαίας∙ «καὶ ἰδοὺ ἐγὼ μεθ’ ὑμῶν εἰμι πάσας τὰς
ἡμέρας, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος»[2].
Ὁ Ἰησοὺς Χριστός, ἡ κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας ἔδωσε ὑπόσχεση ὅτι θὰ εἶναι πάντοντε
μέσα στὴν Ἐκκλησία, τῆς ὁποίας κεφαλὴ εἶναι ὁ Χριστὸς καὶ μέλη οἱ πιστοί.
Χριστόδουλος Βασιλειάδης
Ἐξωτερικὰ ὁ ναὸς τῆς Μονῆς τῆς Χώρας ἔχει ἁψιδώματα καὶ ἐσωτερικὰ διακοσμεῖται μὲ τὰ ἀριστουργηματικὰ ψηφιδωτά τοῦ. Αὐτὰ θεωροῦνται ἀπὸ τὰ καλύτερα τοῦ κόσμου. Τὰ ψηφιδωτὰ ὑπέστησαν καταστροφὴ πρῶτον λόγῳ τοῦ ὅτι οἱ Τοῦρκοι τὰ ἄλειψαν καὶ τὰ ἔκρυψαν μὲ ἀσβέστη καὶ δεύτερον λόγῳ τῶν βροχῶν καὶ τῆς ὑγρασίας. Σώζονται σκῆνες ἀπὸ τὰ θαύματα τοῦ Κυρίου, οἱ ἀπόστολοι Πέτρος καὶ Παῦλος, ὁ Παντοκράτωρ Ἰησοῦς καὶ ἄλλα. Τὰ ψηφιδωτὰ διακρίνονται γιὰ τὴν ζωηρότητα τῶν χρωμάτων, τὴν πλαστικότητα τῶν προσώπων καὶ τῶν σωμάτων, τὴν ἁρμονία τῶν μελῶν, καὶ τὴν ἔκφραση τῶν προσώπων. Ὁ ναὸς ἔχει τόσο ἐσωνάρθηκα ὅσο καὶ ἐξωνάρθηκα.
Χριστόδουλος Βασιλειάδης
Τὸ
1948 ἄρχισε ἡ ἀναστήλωση τῆς Μονῆς τῆς Χώρας. Ἀπὸ τὸ 1958 λειτουργεῖ σὰν μουσεῖο.
Ἀπὸ ἀπόψεως ἀρχιτεκτονικῆς ὁ διασωζόμενος ναὸς εἶναι σταυροειδὴς πολύτρουλλος βασιλική. Κατὰ τοὺς χρόνους Θεόδωρου τοῦ Μετοχίτη κατὰ μῆκος τῆς νότιας πλευρᾶς τοῦ ναοῦ, προστέθηκε μικρὸς σταυροειδὴς ναὸς μὲ τροῦλλο. Δεξιὰ τοῦ μικροῦ αὐτοῦ ναοῦ εἶναι ὁ τάφος τοῦ μεγάλου αὐτοκρατορικοῦ κοντοσταύλη Τορνίκη.
(συνεχίζεται)
Χριστόδουλος Βασιλειάδης
(Εικόνα: Χριστόδουλος Βασιλειάδης)
Στὴν Μονὴ τῆς Χώρας ἐνδιέτριψαν ὁ
Νικηφόρος Γρηγορᾶς καὶ ὁ Μιχαὴλ σύγγελλος, ὁ ὁποῖος καταδιώχθηκε ἀπὸ τοὺς εἰκονομάχους.
Σ’ αὐτὴν κελίστηκαν ὁ γαμπρὸς τοῦ Φωκᾶ Κρῖσπος καὶ ὁ πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως Κῦρος, ὁ ὁποῖος διετέλεσε πατριάρχης ἐπὶ Κωνσταντίνου τοῦ
Κοπρώνυπου. Σ’ αὐτὴν τάφηκε ὁ πατριάρχης Γερμανός.
Κατὰ τὴν περίοδο τῆς τουρκοκρατίας ἡ
Μονὴ τῆς Χώρας γιὰ λίγα χρόνια ἔμεινε στὰ χέρια τῶν χριστιανῶν. Ὅμως ὑπέστη
μεγάλες ζημιὲς ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Ἀργότερα μὲ ἐντολὴ τοῦ μεγάλου βεζίρη, τοῦ
σουλτάνου Βαγιαζήτ Β΄, ἐπὶ προθυπουργείας τοῦ Ἀλῆ πασᾶ, ὁ ὀποῖος λεγόταν καὶ
Τζόρλουλου, διότι καταγόταν ἀπὸ τὴν Τυρρολόη, μετατράπηκε σὲ ὀθωμανικὸ τέμενος.
Ἀπὸ τότε εἶναι γνωστὴ ὡς Καριγιὲ Τζαμί. Ἕνας μεγάλο μέρος τῆς διακόσμησης τοῦ
ναοῦ καταστράφηκε. Στὴν Μονὴ τῆς Χώρας ὑπῆρχε εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τῆς ὁδηγήτριας,
τὴν ὁποία ζωγράφησε, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς. Κατὰ τὴν ἅλωση
τῆς Κωνσταντινουπόλεως οἱ Τοῦρκοι πῆραν ὅλο τὸ διάκοσμό τῆς εἰκόνας καθὼς καὶ τὸ
πλῆθος τῶν ἀφιερωμάτων, καὶ τὴν ἔσπασαν σὲ τέσσερα κομάτια. Αὐτὸ τὸ ἀνοσιούργημα
ἔγινε μόλις οἱ Τοῦρκοι εἰσήλθαν στὴν Κωνσταντινούπολη.
(συνεχίζεται)
Χριστόδουλος Βασιλειάδης
Ἀργότερα ὁ πατρίκιος Θεόδωρος
Μετοχίτης ἀνεκαίνισε τὴν Μονή κατὰ τὸ 1316-1321 μ.Χ. Ἐκεῖ πέρασε καὶ τὶς
τελευταῖες μέρες τῆς ζωῆς του. Αὐτὸς ἦταν ὑπεύθυνος γιὰ τὴν προσθήκη τοῦ ἐξωνάρθηκα,
τοῦ νοτίου παρεκκλησιοῦ καθὼς καὶ γιὰ τὸ διάκοσμο τοῦ ναοῦ, ποὺ περιλαμβάνει ἐξαίρετα
ψηφιδωτὰ καὶ τοιχογραφίες. Ἐπίσης ἔδωσε στὴ Μονὴ τῆς Χώρας σημαντικὴ περιουσία,
ἔχτισε νοσοκομεῖο καὶ ἐδώρησε σ’ αὐτὴν ἀξιόλογη συλλογὴ βιβλίων του. Κοιμήθηκε
τὸ Μάρτιο τοῦ 1332 μ.Χ. καὶ ἐκεῖ ἐτάφη. Μιὰ ψηφιδωτὴ εἰκόνα τοῦ τελευταίου ἀνακαινιστὴ
τῆς Μονῆς τῆς Χώρας Θεόδωρου Μετοχίτη ἱστορήθηκε πάνω ἀπὸ τὴ μεγάλη θύρα, ἀπὸ τὴν
ὁποία εἰσέρχεται κάποιος ἀπὸ τὸ νάρθηκα στὸν κυρίων ναό. Σ’ αὐτὴ στέκεται ὁ
Θεόδωρος Μετοχίτης προσφέροντας τὸν ναὸ στὸν ἔνθρονο Ἰησοῦ. Σ’ αὐτὴ τὴ ψηφιδωτὴ
εἰκόνα ἀναγράφεται «ΙΣ ΧΣ ἡ χώρα τῶν ζώντων» καὶ «Ὁ κτίτωρ Λογοθέτης τοῦ Γενικοῦ
Θεόδωρος Μετοχίτης».
(συνεχίζεται)
Χριστόδουλος Βασιλειάδης
Ἡ Μονὴ τῆς Χώρας ἱδρύθηκε τὸν 3ο αἰῶνα, ἀλλὰ κατὰ καιροὺς ὑπέστη καταστροφές. Τὸ 6ο αἰῶνα ἐπὶ αὐτοκράτορα Ἰουστινιανοῦ ὁ ἅγιος Θεόδωρος ἀνιδρύει τὴ Μονή. Τὸ καθολικὸ τότε, ὅπως διηγεῖται ὁ Νικηφόρος Γρηγορᾶς ἦταν ἐπίμηκες στὸ σχῆμα. Κάποιες ἄλλες πηγὲς φέρουν ὡς ἱδρυτὴ τῆς Μονῆς τὸν γαμπρὸ τοῦ αὐτοκράτορα Φωκᾶ (7ος αἰῶνας) Κρίσπο. Ὅμως πάλιν μέσα στοὺς αἰῶνες ἡ Μονὴ ὑπέστη καταστρφές. Τὸ 1077-1081 μ.Χ. ἡ πεθερὰ τοῦ Ἀλεξίου Α΄ Κομνηνοῦ Μαρία Δούκαινα ἔκτισε τὸ ναό, στὴ θέση παλαιοτέρων κτισμάτων, ποὺ χρονολογοῦνται τὸν 6ο καὶ 9ο αἰώνα. Τὸ 1120 μ.Χ. ὁ Ἰσαάκιος Κομνηνός, τρίτος γιὸς τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορα Ἀλεξίου Α΄ Κομνηνοῦ, ἐπισκεύασε τὴ Μονὴ τῆς Χώρας, μετὰ ἀπὸ σοβαρὴ φθορά, πιθανῶς ἐξ αἰτίας σεισμοῦ.
(σνυνεχίζεται)
Χριστόδουλος Βασιλειάδης
Ὁ Συμεὼν Μεταφραστὴς διηγεῖται τὸ
μαρτύριο τοῦ ἁγίου Βαβύλα, ὁ ὁποῖος ἐπὶ αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ τὸ 298 μ.Χ. στὴ
Νίκαια ἔλαβε δι’ ἀποκεφαλισμοῦ τὸν στέφανο τοῦ μαρτυρίου. Κάποιοι χριστιανοὶ
λοιπὸν πῆγαν τὴ νύχτα καὶ μετέφεραν μὲ πλοῖο τὰ ὁστὰ τοῦ μάρτυρος μαζὶ μὲ
κάποιους ἄλλους μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι μαρτύρησαν μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο Βαβύλα στὴν
Κωνσταντινούπολη. Τὰ λείψανα τῶν μαρτύρων τὰ ἐνεταφίασαν «ἔξω τοῦ τείχους τῆς
πόλεως κατὰ τὸ βόρειον μέρος, ὅπου εἶναι μοναστήριον Χώρα ὀνομαζόμενον». Παρὼν
στὸν ἐνταφιασμὸ τῶν λειψάνων τῶν μαρτύρων ἦταν καὶ ὁ «τῆς σεβασμίας μονῆς τῆς
χώρας» ἱερομόναχος Κορνήλιος. Μαζὶ μὲ τὸν ἐν λόγῳ ἱερομόναχο ἀσφαλῶς οἱ πιστοί,
οἱ ὁποῖοι ἀνεκόμισαν τὰ λείψανα τῶν μαρτύρων, ἦλθαν σὲ μυστικὴ συνεννόηση.
(συνεχίζεται)
Χριστόδουλος Βασιλειάδης
Ἡ Μονὴ τῆς Χώρας ὑπῆρξε ἕνα ἀπὸ τὰ ἀρχαιότερα
ἑλληνοχριστιανικὰ μοναστήρια στὴν Κωνσταντινούπολη. Στὰ τουρκικὰ ὀνομάζεται
Καχριὲ Τζαμί. Εἶναι σημαντικὴ τόσο γιὰ τὴ ἀρχαιολογική της ἀξία ὅσο καὶ γιὰ τὰ
θαυμάσια ψηφιδωτά, τὰ ὁοῖα κοσμοῦν τὸ καθολικὸ τῆς Μονῆς. Ἐτιμᾶτο στὸ ὄνομα τοῦ
Σωτήρα Χριστοῦ τοῦ Ζωοδότη.
Ὀνομάστηκε Χώρα, διότι κτίστηκε σὲ
πεδιάδα ἔξω τῶν χερσαίων τειχῶν τοῦ Κωνσταντίνου, ὅπου παλαιότερα ὑπῆρχε ναός, λίγα
βήματα απὸ τὴν Κερκόπορτα. Βρισκόταν κοντὰ στὸ ἀνάκτορο ποὺ ὀνομαζόταν «Τὰ
Κύρου». Ὅταν ὁ Θεοδόσιος Β΄ ἔχτισε τὰ νέα τείχη τῆς Κωνσταντινούπολης, ἡ Μονὴ
διατήρησε τὴν ὀνομασία τῆς «Μονὴ τῆς Χώρας», παρόλον ὅτι βρισκόταν στὸν
περίβολο τῶν ὀχυρώσεων. Ὁ Φραντζῆς ἀναφερόμενος στὴν Μονή, τὴν ὀνομάζει Μονὴν
τοῦ Ζωοδόχου, καλουμένην τῆς χώρας.
(συνεχίζεται)
ὑπὸ τοῦ Πατρὸς καὶ Καθηγουμένου
τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυροβουνίου
Ἀρχιμανδρίτου Ἀθανασίου
Καταλήγομεν
καὶ πάλιν μὲ τὸν λόγο τοῦ ἁγίου Μάρκου, ἐπισκόπου Ἐφέσου τοῦ Εὐγενικοῦ· «Τοὺς ἀποστραφήκαμε
(τοὺς Λατίνους) ὡς αἱρετικοὺς καὶ γι’ αὐτὸ χωριστήκαμε ἀπὸ αὐτούς... Εἶναι αἱρετικοί,
καὶ ὡς αἱρετικοὺς τοὺς ἀπεκόψαμε».
Εἶναι
ἡλίου φαεινότερον ὅτι ὁ «παπισμὸς» δὲν ἔχει ὑπὸ οὐδεμίαν ἀπολύτως ἔννοιαν τὶς
πανάγιες ἐκεῖνες καὶ ἀπαραίτητες προϋποθέσεις, ποὺ θὰ ἠδύναντο νὰ τὸν καθιστοῦσαν
καθ᾽ οἱονδήποτε τρόπον «ἐκκλησία». Ἀπεναντίας! Ἰσχύει τὸ ὅλως ἀντίθετον!
Ὅσοι
ἀπὸ τοὺς μέχρι τώρα Ὀρθοδόξους Χριστιανοὺς στοχάζονται νὰ ἐγκαταλείψουν τὴν
Μίαν Ἐκκλησίαν καὶ προσβλέπουν εἰς τὴν προσφυγὴν καὶ ὑποδούλωσίν των εἰς τὰς ἀγκάλας
τοῦ Πάπα, τί θὰ διαπράξουν ἆραγε ἐὰν πραγματοποιήσουν τὴν τοιαύτην ἀνίερον ἐπιθυμίαν
των; Θὰ τολμήσουν ἆραγε νὰ ἀπαρνηθοῦν μεγίστους Φωστῆρας τῆς Ἐκκλησίας μας
(π.χ. Μέγα Φώτιον, Γρηγόριον Παλαμᾶν, Μᾶρκον Ἐφέσου, κ.λπ.) καὶ νὰ ἀνυμνολογοῦν
εἰς τὸ ἑξῆς σὰν “ἁγίους” φρικτοὺς “τύπους”, ὡσὰν τὸν ἀπαισίας μνήμης Ἀ.
Στέπινατς (τὸ ὁποῖον ὁ παπισμὸς τὸν θεωρεῖ… “ἅγιον”);;;
Ἂς
διερωτηθοῦν καὶ ἄς ἀπαντήσουν εἰς τὰ ἀμείλικτα αὐτὰ ἐρωτήματα τῆς ὀρθοδόξου
συνειδήσεως, τὴν ὁποίαν, θέλομεν νὰ πιστεύομεν, ἐν πάσῃ καλῇ προαιρέσει, ὅ,τι ὄντως
συνεχίζουν νὰ διαθέτουν!
Ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱ.Μ.
Σταυροβουνίου
Ἀρχιμανδρίτης Ἀθανάσιος
* * *
Ἀπὸ τὸ περιοδικό τῆς Ἱ. Μονῆς Σταυροβουνίου «Ο ΖΩΟΠΟΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ».