Πέρασαν
πολλοὶ μῆνες ἀπὸ τότε ποὺ ὁ Δαβὶδ διέπραξε τὸ διπλὸ ἁμάρτημα, ἀλλὰ δὲν εἶχε
συναισθανθῇ ἀκόμη τὴν ἐνοχή του, οὔτε εἶχε μετανοήσει γιὰ τὴν παρανομία του[1].
Ὅμως ὁ φιλάνθρωπος Θεός, ὁ ὁποῖος εἶναι γιατρὸς τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων, δὲν
ἄφησε τὸ πάθος ἀγιάτρευτο. Γι’ αὐτὸ λοιπὸν ἔστειλε τὸν προφήτη Του Νάθαν, σὰν
γιατρὸ τοῦ τραύματος[2].
Ὁ προφήτης Νάθαν λοιπὸν λέγει στὸν Δαβὶδ τὴν ἑξῆς παραβολή: Σὲ κάποια πόλη
ζοῦσαν δύο ἄνδρες, ὁ ἕνας πλούσιος καὶ ὁ ἄλλος φτωχός. Ὁ πλούσιος εἶχε πάρα
πολλὰ κοπάδια πρόβατα καὶ βόδια. Ἀντίθετα ὁ φτωχὸς δὲν εἶχε τίποτα ἄλλο παρὰ
μόνο ἕνα μικρὸ θηλυκὸ πρόβατο, τὸ ὁποῖο εἶχε ἀγοράσει καὶ τὸ ἐφρόντιζε καὶ τὸ
ἔθρεψε. Καὶ μεγάλωσε στὸ σπίτι του μαζὶ μὲ τὸν ἴδιο καὶ μὲ τὰ παιδιά του. Τὸ
πρόβατό του ἔτρωγε ἀπὸ τὸ ψωμί του καὶ ἔπινε νερὸ ἀπὸ τὸ ποτῆρι του. Τόσο πολὺ
τὸ ἀγαποῦσε, ὥστε τὸ ἄφηνε νὰ κοιμηθῇ στὴν ἀγκαλιά του καὶ τὸ θεωροῦσε σὰν κόρη
του.
[1] Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας ἀναφέρει ὅτι πέρασε ἕνας ὁλόκληρος
χρόνος ἀπὸ τὴν διάπραξη τοῦ διπλοῦ ἁμαρτήματος ἀπὸ τὸν Δαβὶδ μέχρι τὴν ἡμέρα
ποὺ τὸ ἤλεγξε ὁ προφήτης Νάθαν. Πρὶν ἀπὸ αὐτὸ ὅμως ἐνῷ ἡ ψυχὴ ἦταν ἀκόμα
θυλωμένη, ἢ δὲν θὰ μποροῦσε νὰ ἀνεχθῇ τοὺς ἐλέγχους, ἢ θὰ ἔκανε κάτι φοβερὸ
ἐναντίον τοῦ προφήτη: «Ὡς εἶναι μεθ’ ὅλον ἐνιαύσιον χρόνον. Πρὸ δὲ τούτου τῆς
ψυχῆς ἔτι τεθολωμένης, ἢ καὶ οὐκ ἂν ἐνέσχετο τῶν ἐλέγχων, ἤ τι καὶ δεδράκει
κατὰ τοῦ προφήτου δεινόν». Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ἑρμηνεία εἰς τοὺς ψαλμούς, ΕΠΕ,
15, ἐκδ. Ἐλευθερίου Μερετάκη «Τὸ Βυζάντιον», Πατερικαὶ ἐκδ. Γρηγόριος ὁ
Παλαμᾶς, Θεσσαλονίκη 2003, σσ. 146-147.
[2] Βλ. Κυρίλλου Ἱεροσολύμων, ΒΕΠΕΣ 39, 55, στ. 1.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου