Τετάρτη 10 Μαρτίου 2021

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

του Χριστόδουλου Βασιλειάδη
(Φωτογραφία Αλεξία Φιλίππου)

Η ιερωσύνη της Παλαιάς Διαθήκης

      Στο Δ΄ και τελευταίο κεφάλαιο ο συγγραφέας πραγματεύεται τη σχέση της ιερωσύνης του Ιησού Χριστού προς την ιερωσύνη της Παλαιάς Διαθήκης. Επίσης εξαίρει την υπεροχή της ιερωσύνης του Κυρίου έναντι της λευϊτικής τοιαύτης, η οποία και μετατίθεται πλέον στην τέλεια ιερωσύνη του Ιησού Χριστού. Αναφέρεται επίσης στη σωτηριολογική και εσχατολογική σημασία της ιερωσύνης του Ιησού Χριστού.

      Στην Παλαιά Διαθήκη οι ιερείς ήσαν άνθρωποι κατά την τάξιν του Ααρών, ενώ στην Καινή Διαθήκη δεν έχουμε άνθρωπο ιερέα, αλλά τον Θεάνθρωπο Ιησού κατά την τάξιν Μελχισεδέκ[1]. Οι ιερείς στην Παλαιά Διαθήκη εγκαθίσταντο στο αξίωμα τους χωρίς ορκωμοσία, και ετελούσαν πολλές θυσίες πολλές φορές την ημέρα. Στην Καινή Διαθήκη ο Ιησούς Χριστός έγινε ιερέας με ορκωμοσία ως ένας ιερέας πολύ πιο ανώτερης Διαθήκης (Εβρ. ζ΄ , 20-21), αφού εποίησε τη θυσία εφάπαξ, Εαυτόν ανενέγκας.

      Στη θυσία της Παλαιάς Διαθήκης έχουμε επίγειο θυσιαστήριο και σκηνή, πάνω στο οποίο θυσιάζουν μόνο ιερείς, ενώ στη νέα και Καινή Διαθήκη ο χώρος, που διακονεί ο Θεός Λόγος, είναι ο ουρανός, και ο Χριστός είναι, όχι μόνο ιερέας, αλλά ιερέας και βασιλιάς.

      Τέλος στην Παλαιά Διαθήκη οι ιερείς ήσαν άνθρωποι ασθενείς και αμαρτωλοί, ενώ στην Καινή Διαθήκη ο μέγας αρχιερέας είναι «όσιος, άκακος, αμίαντος, κεχωρισμένος από των αμαρτωλών και υψηλότερος των ουρανών» (Εβρ. ζ΄ , 26)[2].

Κριτική του έργου

      Πιστεύω ότι ο συγγραφέας της διδακτορικής διατριβής γύρω από το πρόσωπο του Μελχισεδέκ επιτυγχάνει τον σκοπό του, που είναι να δείξει την τυπολογική σχέση που έχει το ιστορικό πρόσωπο του Μελχισεδέκ με τον σαρκωμένο Θεάνθρωπο Ιησού Χριστό.

      Μέσα στα πλαίσια μιας σοβαρής μελέτης τα όρια στενεύουν και τα θέματα πρέπει να εξειδικεύονται, πράγμα το οποίο κατορθώνει ο συγγραφέας. Δεν πραγματεύεται το θέμα της αναφοράς μέσα στη λατρευτική και λειτουργική ζωή του προσώπου του Μελχισεδέκ∙ πόσες φορές και ποιες αναγινώσκεται το απόσπασμα από το βιβλίο της Γενέσεως περί της ευλογίας που δίνει ο Μελχισεδέκ στον Αβραάμ (κατά την εορτή των αγίων Πατέρων της πρώτης, τετάρτης και εβδόμης Οικουμενικής Συνόδου), καθώς και πόσες φορές και ποιες απαγγέλλεται εμμελώς το απόσπασμα από την προς Εβραίους επιστολή, το οποίο αναφέρεται στην σύγκριση του προσώπου του Μελχισεδέκ με του θεανθρωπίνου προσώπου του Δεσπότη Χριστού.

      Αναφορικά με το κυρίως θέμα του, ο συγγραφέας πετυγχαίνει μέσα σε κατοχυρωμένες και τεκμηριωμένες σκέψεις να αναλύσει διεξοδικά τις δογματικές αλήθειες της άνευ ανδρός συλλήψεως της Θεοτόκου (απάτωρ), της άνευ μητρός αϊδίου γεννήσεως Του εκ του Πατρός (αμήτωρ) και του γεγονότος ότι ο Χριστός, ως τέλειος Θεός, δεν γενεαλογείται, δεν έχει δηλαδή πίσω Του κάποιο γενεαλογικό δένδρο (αγενεαλόγητος).

      Τέλος επιτυγχάνει να αποδείξει, μέσα από την Αγία Γραφή, τα Πατερικά κείμενα και την Ιερά Παράδοση ότι η ιερωσύνη του Χριστού είναι ασυγκρίτως ανώτερα από τη νομική. Ο Μελχισεδέκ ως τύπος του Ιησού Χριστού είναι απλά ένα προεικόνισμα της τελείας ιερωσύνης του Ιησού Χριστού. Ο χώρος της ιερατικής διακονίας του Ιησού Χριστού δεν είναι η γη αλλά ο ουρανός. Ο Χριστός είναι η «αιώνια κληρονομιά» (Εβρ. θ΄ , 15) όλων εκείνων, που συλλειτουργούν μαζί Του και μετέχουν στο ιερατικό Του λειτούργημα. Η συλλειτουργία και δοξολογία του Θεού από τα ποιήματά Του είναι αιώνια και ατελεύτητη εις τους απεράντους αιώνας των αιώνων.



[1] Βλ. όπ.π., σ. 210.

[2] Βλ. όπ.π., σ. 211.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου