του Χριστόδουλου Βασιλειάδη
Αναφέρουμε δυο περιστατικά από το Γεροντικό,
ενδεικτικά του ότι οι ασκητές επεδίωκαν πάντοτε να έχουν ειρήνη μεταξύ τους και
να προσπαθούν με κάθε τρόπο και μέσο να ειρηνεύουν και τους συνασκητές τους.
«Μια χειμωνιάτικη νύχτα αναγκάστηκαν ν’
αγρυπνήσουν οι αδελφοί ενός Μοναστηριού για να τελειώσουν μια βιαστική δουλειά.
Ένας απ’ αυτούς, πολύ ασθενικός στο σώμα, τόσο υπόφερε από το κρύο που τον
έπιασαν δυνατα ρίγη. Άφησε τότε τη δουλειά και γύρισε στο κελλί του. Κάποιος
άλλος όμως αγανάκτησε γι’ αυτό, άρχισε να γογγύζη, ώσπου εξανάγκασε τους υπόλοιπους
να στείλουν να φωνάξουν πίσω τον άρρωστο.
Ο αδελφός, που πήγε γι’ αυτή τη δουλειά, τον
βρήκε σε κακή κατάστασι και τον λυπήθηκε.
-Μ’ έστειλαν οι αδελφοί να ιδώ πως είσαι, του είπε με
καλωσύνη. Όσο για τη δουλειά μη στενοχωρείσαι, εμείς θα την τελειώσουμε.
-Ο Θεός ν’ ανταμείψη τους κόπους σας, είπε εκείνος μ’
ευγνωμοσύνη. Επιθυμούσα πολύ να κοπιάσω μαζί σας, αλλά μ’ εμποδίζει η αρρώστεια
μου.
Γύρισε ο αδελφός και είπε στους άλλους τα άλλους τα
λόγια του αρρώστου, βεβαιώνοντάς τους πως πραγματικά υπέφερε.
Έτσι με τη μεσολάβησι του διακριτικού αδελφού δεν
έχασαν την ειρήνη της ψυχής των»[i].
Η δεύτερη ιστορία, που είναι παρμένη επίσης
από το Γεροντικό, είναι η ακόλουθη:
«Δύο συνασκηταί βρίσκονταν σε ψυχρότητα μεταξύ
τους από κάποια παρεξήγησι. Κάποτε αρρώστησε ο ένας και πήγε κάποιος από τους
αδελφούς να τον επισκεφθή. Του εμπιστεύτηκε τότε ο άρρωστος, πως ήταν
ψυχραμένος με τον συνασκητή του και τον παρακάλεσε να μεσολαβήση να
συμφιλιωθούν, γιατί φοβόταν μη τον βρή έτσι ο θάνατος.
Γυρίζοντας πίσω στο κελλί του ο αδελφός ,
παρακαλούσε τον Θεό να τον φωτίση να χειριστή σωστά την υπόθεσι, για να μη
προξενήση περισσότερη βλάβη παρά ωφέλεια. Μόλις έφτασε, οικονόμησε ο Θεός να
του πάη κάποιος φίλος του ένα καλαθάκι σύκα. Διάλεξε τα ωραιότερα και, χωρίς να
χάση καιρό, σηκώθηκε και τα πήγε στον συνασκητή του αρρώστου.
-Αββά, του είπε, αυτά σου στέλνει ο δείνα Γέροντας.
Ο Αββάς απόρησε.
-Σε μένα τα έστειλε;
-Ναι, είπε ο αδελφός.
Εκείνος τα δέχτηκε συγκινημένος κι’ ευχαρίστησε τον
αδελφό. Ευχαριστημένος ο ειρηνοποιός από την πρώτη επιτυχία, επήγε τα υπόλοιπα
σύκα στον άρρωστο.
-Σου τα στέλνει ο συνασκητής σου, του είπε.
-Τί λές. Λοιπόν, συμφιλιωθήκαμε; είπε με χαρά ο
ασκητής
–Ναι, Αββά, με την ευχή σου, αποκρίθηκε ο αδελφός.
-Δόξα τω Θεώ, έκανε ενθουσιασμένος εκείνος.
Έτσι με λίγα σύκα συμφιλιώθηκαν οι συνασκηταί από τη
σύνεσι του αδελφού»[ii].
Και στις δύο περιπτώσεις βλέπουμε ότι η σύνεση και η
διάκριση που είχε ο αδελφός, που μεσολάβησε, βοήθησαν έτσι ώστε να συμφιλιωθούν
οι δύο συνασκητές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου