Κάποτε πῆγαν οἱ Πατέρες στὸν ᾿Αββᾶ ᾿Ισαάκ, γιὰ νὰ τὸν χειροτονήσουν Πρεσβύτερο. Αὐτὸς μόλις τὸ πληροφορήθηκε, ἔφυγε στὴν Αἴγυπτο καὶ ἐκρύβετο σὲ ἕνα ἀγρὸ μέσα στὰ χόρτα. Οἱ Πατέρες ὅμως δὲν τὸν ἄφησαν ἥσυχο· τὸν κατεδίωξαν καὶ κατὰ σύμπτωση, ἔφθασαν σὲ ἐκεῖνο τὸν ἀγρὸ ὅπου καὶ ἐκάθησαν γιὰ νὰ ξεκουραστοῦν λίγο, γιατὶ ἐν τῷ μεταξὺ εἶχε νυκτώσει. ῎Αφησαν καὶ τὸ γαϊδουράκι τους ἐλεύθερο νὰ βοσκήσῃ στὸ χωράφι.
Τὸ
γαϊδουράκι ἐλεύθερο πῆγε καὶ ἔβοσκε στὸ σημεῖο ἀκριβῶς ποὺ ἐκρυβόταν ὁ
Γέροντας. Τὸ πρωῒ οἱ Πατέρες, ἐνῷ ἀναζητοῦσαν τὸ γαϊδούρι, βρῆκαν κατὰ σύμπτωση
καὶ τὸν κρυβόμενο ᾿Αββᾶ ᾿Ισαάκ. Οἱ Πατέρες τότε τὸν συνέλαβαν καὶ έπεχείρησαν νὰ
τὸν δέσουν. Ὁ ᾿Αββᾶς ᾿Ισαὰκ ὅμως δὲν τοὺς ἄφησε λέγοντας σ᾿ αὐτούς: «Δὲν φεύγω
πλέον, διότι εἶναι θέλημα Θεοῦ, καὶ ὅπου νὰ καταφύγω θὰ μὲ συναντᾶ τὸ θέλημα τοῦ
Θεοῦ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου