Ὁ μακαριστός Ἡγούμενος Ἀθανάσιος γεννήθηκε στό χωριό Ἄσσια στή Μεσαορία. Ἦταν ὁμοχώριος τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος τοῦ Θαυματουργοῦ, τόν ὁποῖο ὑπερβαλλόντως εὐλαβεῖτο καί τιμοῦσε. Οἱ γονεῖς του, γεωργοί, ἄνθρωποι ἁπλοί καί φιλόθεοι. Ἐτελειώθησαν καί οἱ δύο διά τοῦ μοναχικοῦ σχήματος. Προτοῦ ἀκόμα ἐνηλικιωθεῖ ὁ ἔφηβος Ἀνδρέας (αὐτό ἦταν τό ὄνομα πού ἔλαβε στή βάπτισή του), ἄναψε μέσα στήν ἀγαθή ψυχή του ὁ πόθος τοῦ μοναχισμού. Ὁ Θεός ὁδήγησε τά βήματά του στό εὐλογημένο Κοινόβιο τοῦ Σταυροβουνίου. Ἦρθε στό μοναστήρι μέ ἐφόδιο τήν ἁπλότητα καί τή λαϊκή πίστη του, πού κληρονόμησε ἀπό τούς γονεῖς του καί τήν ἐκκλησιαστική παράδοση τοῦ χωριού του. Σάν δέντρο ῥίζωσε ὁ γέροντας Ἀθανάσιος στό μοναστήρι τῆς μετανοίας του κάτω ἀπό τή σκιά τοῦ «εὐσκιόφυλλου δένδρου» τοῦ «μακαρίου Ξύλου» τοῦ Τιμίου καί Ζωοποιοῦ Σταυροῦ. Ἀπό τά ἐνενῆντα πέντε χρόνια πού ἔζησε ἐπί τῆς γῆς ὁ γέροντας τά ὀγδόντα τά πέρασε στό μοναστήρι.
Ἔγινε μέλος μιᾶς ἀδελφότητας μέ ἀγωνιστές, ἀσκητές πατέρες, κληρονόμος καί
συνεχιστής τοῦ ἀρχαίου ἀσκητικοῦ μοναχισμοῦ, δωρικοῦ, μέ ἁπλότητα, ὅπως τόν
συναντοῦμε στό γεροντικό. Εἶναι μέσα σ’ αὐτό τό περιβάλλον στό ὁποῖο ὁ γέροντας
ἔζησε καί ἀγωνίστηκε, πού ἐξυφάνθη ἡ θεοΰφαντος χλαῖνα τῶν ἱερῶν ἀρετῶν του.
Πρᾶος, σεμνός καί ξένος ἀπό κάθε μορφή ἄκαιρου ζηλωτισμοῦ ἐκτιμήθηκε ἀπό τούς
παλαιότερους πατέρες τῆς Μονῆς, οἱ ὁποῖοι τόν προέκριναν ὡς κατάλληλο γιά τό
ὕψιστο χάρισμα τῆς ἱεροσύνης. Μέχρι τό τέλος τοῦ βίου του διατήρησε ἀμείωτη τήν
ἀγάπη καί τόν σεβασμό γιά τούς μακαριστούς γέροντές του, τῶν ὁποίων τους
πνευματικούς λόγους πάντοτε διατηροῦσε ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ.
Μετά, δέ, τήν κοίμηση τοῦ μακαριστοῦ γέροντος Γερμανοῦ, τό 1982, καί τήν
ἐκλογή τοῦ ἱερομονάχου Ἀθανασίου στή θέση τοῦ Ἡγουμένου, ὁ λύχνος «ἐτέθη ἐπὶ
τὴν λυχνίαν». Ἕνας ἀκόμα κρίκος προστέθηκε στήν πολύτιμη ἁλυσίδα τῶν προκατόχων
του. Ὁ γέροντας Ἀθανάσιος ἀπό τήν κορυφή τοῦ Σταυροβουνίου ἔχει ἀποτελέσει
πνευματικό φάρο, πού φώτιζε τήν Κύπρο ὁλόκληρη. Ὁ Θεός τόν εὐλόγησε ἐπί τῆς
ἡγουμενίας του νά δεῖ τό μοναστήρι του νά ἐπανδρώνεται μέ νέους πατέρες. Ὡς
ἑπόμενος τῶν προγενέστερων μεγάλων πνευματικῶν ἀναστημάτων τῆς Μονῆς καί μέ
γνώμονα τή γνήσια καί ἀνεπιτήδευτη ἀγάπη καί ταπείνωσή του, νουθετοῦσε καί
καθοδηγοῦσε ὄχι μόνο τούς μοναχούς του, ἀλλά καί τά πολυάριθμα πνευματικά τέκνα
του, πού ἔφταναν ἀπ’ ὅλες τίς περιοχές τῆς Κύπρου.
Πόσοι καί πόσοι δέν βρῆκαν παρηγορία καί ἀνάπαυση κοντά σ’ αὐτόν τόν
ἄνθρωπο τοῦ Θεοῦ; Πόσοι ἄνθρωποι δέν ἔφυγαν ξαλαφρωμένοι καί ἀνανεωμένοι μέσα
ἀπό τό ἐξομολογητήριό του; Εὔσπλαχνος, ἐπιεικής καί ἀνθρώπινος. Κατά τή
διάρκεια τῆς ἐξομολόγησης ἄκουγε περισσότερο καί μιλοῦσε λιγότερο, ἀλλά ὁ λόγος
του ἦταν καρπός προσευχῆς. Ὁ γέροντας μιλοῦσε, ὅπως μιλοῦν οἱ τέλειοι. Καί νά
μήν ἔλεγε τίποτα, σέ ἀρκοῦσε μόνο νά τόν βλέπεις. «Ἀρκεῖ μοι τὸ βλέπειν σε
πάτερ» εἶχε πεῖ κάποτε ἕνας μοναχός στόν μέγα Ἀντώνιο. Στόν μακαριστό γέροντα
ἔβρισκε ἐφαρμογή ὁ λόγος τοῦ ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου «Τίς σὲ ἰδὼν οὐκ
ἠγάπηκε; Τίς δὲ συντυχὼν οὐ γεγλύκαται;».
(συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου