Δευτέρα 19 Ιουλίου 2021

Η ιερωσύνη της Παλαιάς Διαθήκης

του Χριστόδουλου Βασιλειάδη
(Φωτογραφία: Αλεξία Φιλίππου)

      Στο Δ΄ και τελευταίο κεφάλαιο ο συγγραφέας πραγματεύεται τη σχέση της ιερωσύνης του Ιησού Χριστού προς την ιερωσύνη της Παλαιάς Διαθήκης. Επίσης εξαίρει την υπεροχή της ιερωσύνης του Κυρίου έναντι της λευϊτικής τοιαύτης, η οποία και μετατίθεται πλέον στην τέλεια ιερωσύνη του Ιησού Χριστού. Αναφέρεται επίσης στη σωτηριολογική και εσχατολογική σημασία της ιερωσύνης του Ιησού Χριστού.

      Στην Παλαιά Διαθήκη οι ιερείς ήσαν άνθρωποι κατά την τάξιν του Ααρών, ενώ στην Καινή Διαθήκη δεν έχουμε άνθρωπο ιερέα, αλλά τον Θεάνθρωπο Ιησού κατά την τάξιν Μελχισεδέκ[i]. Οι ιερείς στην Παλαιά Διαθήκη εγκαθίσταντο στο αξίωμα τους χωρίς ορκωμοσία, και ετελούσαν πολλές θυσίες πολλές φορές την ημέρα. Στην Καινή Διαθήκη ο Ιησούς Χριστός έγινε ιερέας με ορκωμοσία ως ένας ιερέας πολύ πιο ανώτερης Διαθήκης (Εβρ. ζ΄ , 20-21), αφού εποίησε τη θυσία εφάπαξ, Εαυτόν ανενέγκας.

      Στη θυσία της Παλαιάς Διαθήκης έχουμε επίγειο θυσιαστήριο και σκηνή, πάνω στο οποίο θυσιάζουν μόνο ιερείς, ενώ στη νέα και Καινή Διαθήκη ο χώρος, που διακονεί ο Θεός Λόγος, είναι ο ουρανός, και ο Χριστός είναι, όχι μόνο ιερέας, αλλά ιερέας και βασιλιάς.

      Τέλος στην Παλαιά Διαθήκη οι ιερείς ήσαν άνθρωποι ασθενείς και αμαρτωλοί, ενώ στην Καινή Διαθήκη ο μέγας αρχιερέας είναι «όσιος, άκακος, αμίαντος, κεχωρισμένος από των αμαρτωλών και υψηλότερος των ουρανών» (Εβρ. ζ΄ , 26)[ii].

(συνεχίζεται)

[i] Βλ. όπ.π., σ. 210.

[ii] Βλ. όπ.π., σ. 211.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου