Χριστόδουλος
Βασιλειάδης
Δρ Θεολογίας - Δρ
Μουσικολογίας
Καθηγητὴς Μουσικὴ Ἀκαδημία ARTE
«Τὴν πρᾶξιν εὗρες Θεόπνευστε,
εἰς θεωρίας ἐπίβασιν»
(Απολυτίκιον, Ἦχος Δ΄)
Εἶχα τὴ μεγάλη εὐλογία καὶ εὐτυχία νὰ ἔχω πνευματικό μου γιὰ
πολλὰ χρόνια τὸν γέροντα Ἀθανάσιο Σταυροβουνιώτη. Γιὰ τριετία, ἀπὸ τὸ 1980
μέχρι τὸ 1983, ἀνεβαίναμε στὸ Σταυροβούνι μιὰ φορὰ τὴν ἑβδομάδα γιὰ ἐξομολόγηση,
μὲ ἕναν ἐν Κυρίῳ ἀδελφόν, ὁ ὁποῖος ἀργότερα ἔγινε καὶ μοναχός. Ἀκολούθως γιὰ
τέσσερα χρόνια, ἀπὸ τὸ 1983 μέχρι τὸ 1987 συνέχισε ἡ πνευματική μου καθοδήγηση ἀπὸ
τὸν γέροντα Ἀθανάσιο ὡς δόκιμος καὶ ἀργότερα ρασοφόρος τῆς Μονῆς Σταυροβουνίου.
Εἶναι πολλὲς οἱ ἀναμνήσεις καὶ ὡς ἐκ τούτου ἕνα ἄρθρο θὰ ἦταν μικρὸ γιὰ νὰ
χωρέσῃ τὸ μέγεθος καὶ τὴν ἁγιότητα τοῦ ἀνδρός.
Ἡ πρώτη καὶ μεγάλη ἀρετή, ποὺ χαρακτήριζε τὸν γέροντα ἦταν
ἡ σιωπή του. Ἐφάρμοζε τὸ ρητὸ «ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε» (Εὐριπίδης).
Πάντοτε λιγομίλητος καὶ συνεχῶς προσευχόμενος μᾶς ἔδινε τὸ καλὸ παράδειγμα μὲ τὴν
ὅλη του βιωτή παρὰ μὲ τοὺς λόγους του. Στὴν ἐξομολόγηση πάλιν δὲν ἔλεγε πολλὰ
λόγια, ἀντίθετα ἦταν λακωνικός, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο ἐφάρμοζαν πολλοὶ ἐνάρετοι
πνευματικοί. Ἐφάρμοζε πάλιν τὴ ρήτρα «τὸ λακωνίζειν ἐστὶ φιλοσοφεῖν» (Χίλων ὁ
Λακεδαιμόνιος). Στὸ μυστήριο τῆς μετανοίας - ἐξομολογήσεως δὲν θὰ μπορούσαμε νὰ
ποῦμε ὅτι ἦταν αὐστηρός, ἀφοῦ πολλὲς φορὲς ἐφάρμοζε τὴν οἰκονομία, ἐκεῖ ὅπου ἔπρεπε.
Ἔγινε μέτοχος στὴν
ἀρετὴ τόσων ἁγίων ἀνδρῶν, ποὺ ἔζησαν καὶ ἁγίασαν στὸ μοναστήρι, καὶ αὐτὴ τὴν ἐμπειρία
δὲν τὴν κράτησε γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀλλὰ ὡς καλὸς καὶ πιστὸς δοῦλος τοῦ Κυρίου τὴν
μεταλαμπάδευσε καὶ στοὺς ὑποτακτικούς του ἀλλὰ καὶ στὰ πνευματικοπαίδια του καὶ
ὄχι μόνον.
Σὲ ὅλη του τὴ ζωὴ ἐφάρμοσε τὶς ἐντολὲς τοῦ Κυρίου, γι’ αὐτὸ
καὶ ἔγινε δοχεῖο τῆς χάριτος τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Μεγάλη ἀγάπη πρὸς τὸ Θεὸ καὶ
τὰ πλάσματά του, ἀπέραντη ταπεινοφροσύνη, πίστη, ἐγκράτεια καὶ ἄσκηση ἦταν
λίγες ἀπὸ τὶς πολλὲς ἀρετὲς τοῦ γέροντα Ἀθανάσιου Σταυροβουνιώτη.
Ἡ ἄσκηση, ὅσο τοῦ ἐπέτρεπαν οἱ δυνάμεις του, ἦταν ἐπὶ
καθημερινῆς βάσεως. Ἀπὸ μικρὸς ἐργαζόταν στὰ χωράφια τῆς Μονῆς, ἐφαρμόζοντας τὸ
τοῦ ἀποστόλου Παύλου «ἀλλ’ ὑποπιάζω μου τὸ σῶμα καὶ δουλαγωγῶ, μήπως ἄλλοις
κηρύξας αὐτὸς ἀδόκιμος γένωμαι» (Α΄ Κορ., 9, 27). Στὶς ἀκολουθίες πάντα πρῶτος
νὰ μᾶς δώσῃ τὸ καλὸ παράδειγμα. Ὄρθιος πάντοτε, παρὰ τὴ φυσικὴ κόπωση, ἀσκοῦσε
τὸ σῶμα του, ἔτσι ὥστε νὰ ὑποτάξῃ τὴν σάρκα στὸ πνεῦμα. Ἔδωσε τὴ μαρτυρία καὶ τὸ
μαρτύριο τῆς συνειδήσεως, ἐφαρμόζοντας τὴν πατερικὴ ρήση: «Δὸς αἷμα ἵνα λάβῃς Πνεῦμα». Ἄνθρωπος
ἐγκρατὴς ἔφτασε στὴν ἀπάθεια, ἀφοῦ σὲ προσωπική του μαρτυρία μοῦ ἀνέφερε ὅτι δὲν
γνώριζε τὶ θὰ πῇ σαρκικὸς πόλεμος, χάρισμα καὶ αὐτὸ ἀπὸ τὸν δωρεοδότη Χριστό. Ἔβλεπε
τοὺς πάντες σὰν πλάσματα τοῦ Θεοῦ, ἀνεξαρτήτως φύλου.
Ἀπέραντη πίστη ἦταν μιὰ ἄλλη του ἀρετή. Δὲν περίμενε ἀπὸ ἕνα
θαῦμα γιὰ νὰ πιστέψῃ, ἀλλὰ εἶχε ὅλη του τὴν σκέψη καὶ καρδία πρὸς τὸν Κύριο. Μιὰ
φορὰ τοῦ ἀνέφερα ὅτι στὶς εἰδήσεις εἶπε ὅτι οἱ καιρικὲς συνθήκες θὰ ἦταν καλὲς ἐκείνη
τὴ μέρα. Τότε ὁ γέροντας μὲ ἐπέπληξε καὶ μοῦ εἶπε ὅτι δὲν πρέπει νὰ περιμένουμε
ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους νὰ μᾶς ποῦν γιὰ τὸν καιρό, ἀλλὰ νὰ ἔχουμε τὴν πίστη μας ἀκλόνητη
πρὸς τὸν Θεό.
Ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ χαρακτήριζε τὸν γέροντα Ἀθανάσιο
Σταυροβουνιώτη ἦταν ἡ μεγάλη του ταπεινοφροσύνη. Παρ’ ὅλη του τὴν ἀρετή, ποὺ τὸν
διέκρινε καὶ τὸ ὕψος ἁγιότητας, στὸ ὁποῖο ἔφτασε, δὲν εἶχε μεγάλη ἰδέα γιὰ τὸν ἑαυτό
του, ἀλλὰ πάντοτε ἐταπείνωνε τὸν ἑαυτό του μπροστὰ στοὺς ἄλλους. Συχνὰ μοῦ ἔλεγε
τὸ τοῦ προφήτου «ὡς ράκος ἀποκαθημένης πᾶσα ἡ δικαιοσύνη ἡμῶν» (Ἠσαΐα, 64, 6).
Προτιμοῦσε πάντοτε τὴν ἀφάνεια, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν ἀχαρακτήριστη τακτική, ποὺ ἐπεκράτησε
σήμερα, νὰ αὐτοπροβαλλόμαστε ὡς ἅγιοι, χαρισματοῦχοι, διορατικοὶ καὶ
προορατικοί, ποὺ ἔχουμε δεῖ τὸ ἄκτιστο φῶς κλπ.
Ἡ ἐφαρμογὴ τῆς ἐντολῆς τῆς ἀγάπης πρὸς τὸν συνάνθρωπο ἦταν
ἡ καθημερινὴ ἐνασχόλησή του γιὰ δεκαετίες, τόσο ὡς μοναχὸς ὅσο καὶ ὡς ἡγούμενος
τῆς Μονῆς Σταυροβoυνίου. Προτοῦ ἔλθουν οἱ νέοι μοναχοὶ καὶ ἐπανδρώσουν τὴ Μονή, ἔπρεπε
νὰ κάνῃ τὶς ἀκολουθίες στὴν ἐκκλησία, νὰ περιποιηθῇ τους προσκυνητὲς καὶ νὰ
φροντίσῃ τοὺς γέροντες μοναχούς. Αὐτὰ ὅλα τὰ ἔκανε μόνος του, μέχρι ποὺ ἀντάμειψε
ὁ Θεὸς τοὺς κόπους του, μεγαλώνοντας τὴ συνοδεία τῆς Μονῆς. Ἡ ἀγάπη του πρὸς τὸ
συνάνθρωπο φαίνεται καὶ ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ἐξομολογοῦσε ἐπὶ καθημερινῆς βάσεως
τοὺς μοναχούς, τοὺς προσκυνητὲς καθὼς καὶ μερικὰ ἀπὸ τὰ γυναικεία μοναστήρια τῆς
Κύπρου. Μιὰ φορὰ ἀνέφερα στὸν γέροντα ὅτι ἔφερα ἕνα γλύκισμα γιὰ τοὺς πατέρες τῆς
Μονῆς. Ὁ γέροντας τότε μὲ ἐπέπληξε, λέγοντάς μου ὅτι οἱ μοναχοὶ δὲν τρῶνε
γλυκίσματα καὶ ὅτι ἔπρεπε νὰ τὸ δώσω σὲ φτωχή οἰκογένεια.
Ἡ μεγάλη του ἀγάπη καὶ ὁ ἔρωτας πρὸς τὸν Θεάνθρωπο Κύριό
μας Ἰησοῦ Χριστὸ φαίνεται καὶ ἀπὸ τὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, ποὺ ἐξασκοῦσε. Μὲ τὸ
κομποσχοίνι στὸ χέρι προσευχόταν στὸν Θεό, λέγοντας νοερὰ τὴ μονολόγιστη εὐχή,
«Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, Υἱὲ τοῦ Θεοῦ, ἐλέησόν με τὸν ἁμαρτωλόν».
Ὅσον ἀφορᾶ τὴ ψαλμῳδία, μᾶς δίδασκε ὅτι σκοπὸς τῶν μοναχῶν
ἀλλὰ καὶ τῶν ἐν τῷ κόσμῳ χριστιανῶν δὲν εἶναι ἡ μουσικὴ ἀλλὰ ἡ κατανόηση τοῦ
ποιητικοῦ κειμένου καὶ ἡ προσευχή. Μᾶς ἔλεγε τὸ τροπάριο «Πολλάκις τὴν ὑμνωδίαν
ἐκτελῶν, εὑρέθην τὴν ἁμαρτίαν ἐκπληρῶν, τῇ μὲν γλώττῃ ἄσματα φθεγγόμενος, τῇ δὲ
ψυχῇ ἄτοπα λογιζόμενος...» (ἀπὸ τὰ κατανυκτικὰ Ἀπόστιχα τῶν Αἴνων τοῦ Γ΄ ἤχου).
Ἡ Μονὴ Σταυροβουνίου ἦταν καὶ εἶναι ὑπόδειγμα μοναδικῆς
(μοναχικῆς) πολιτείας. Δὲν ἄρεσαν στὸν γέροντα Ἀθανάσιο Σταυροβυνιώτη τὰ γέλια
καὶ οἱ φλυαρίες. Μιὰ φορὰ ποὺ μιλοῦσα μὲ ἕνα φίλο μοναχὸ καὶ γελούσαμε, μᾶς ἐπέπληξε,
ἀφοῦ αὐτὸ ἦταν ἀνάρμοστο πρὸς τὴν μοναχικὴ ζωή, μιμητὴς τοῦ Κυρίου γενόμενος, ἀφοῦ
τὸν Ἰησοῦ Χριστὸ τὸν εἶδαν πολλὲς φορὲς κλαίοντα, οὐδέποτε δὲ γελῶντα.
Συχνὰ μᾶς ἔλεγε τὴν παροιμία «Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ τόπος καὶ
ὁ τόπος εἶναι ἔρημος». Ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμή, ποὺ ἄρχισε νὰ ἐπανδρώνεται ἡ Μονὴ
Σταυροβουνίου, φρόντισε νὰ λειτουργῇ ὁμαλὰ ὁ μοναχικὸς βίος καὶ νὰ ἔχη ὁ
κάθενας τὸ διακόνημά του. Μόλις πρωτοπῆγα στὴν Μονή, μοῦ ἀνέφερε ὅτι τοῦ εἶπαν ὅτι
εἶμαι καλὸς στὰ καλλιτεχνικὰ καὶ ὅτι θὰ εἶχα τὸ διακόνημα τῆς ἁγιογραφίας.
Πράγματι ἀπὸ τὴν πρώτη στιγμὴ μὲ ἔστειλε στὸ Ἅγιο Παντελεήμονα Ἀχερά, στὸ ἀείμνηστο
γέροντα Γαβριὴλ Σιόκουρο, ὅπου καὶ ἔμαθα τὴ φιλοτέχνηση τῶν ἁγίων εἰκονων. Αὐτὸ
τὸ διακόνημα ἐξάσκησα καὶ κατὰ τὴ διάρκεια τῶν τεσσάρων χρόνων, ὅπου ἐγκαταβίωσα
στὴν Μονὴ Σταυροβουνίου.
Θεωροῦμε τέλος ὡς μεγάλη εὐλογία καὶ παρρησία πρὸς τὸν Θεὸ τὸ γεγονὸς ὅτι κοιμήθηκε τὴ μέρα τῆς ὀνομαστικῆς του ἑορτῆς.
Αἰνωία αὐτοῦ ἡ μνήμη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου