Ὁ μόνος πραγματικὸς ἐχθρός μας, εἶναι ὁ ἑαυτός μας
[«Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντὸς ὑμῶν ἐστι» Λουκ. ιζ΄, 21.]
Ὁ κόσμος ὅλος χάθηκε, γιὰ ᾽μένα δὲν ὑπάρχει,
κανεὶς δὲν συγκινεῖται πιά, στοὺς ἰδικούς μου πόνους.
Ξυπόλυτος καὶ νηστικός, ὅλος κουρελιασμένος
εἶμαι ὡσὰν τὸν ναυαγόν, σὲ ξέρα ξαπλωμένος.
Στὴν λάσπη τῆς ἀπελπισιᾶς,
φρίκη μελαγχολίας,
καλύπτει μὲ τὸ πέπλο της, αἰσθήσεις τῆς καρδίας.
Γιὰ ᾽μένα ὅλα σκοτεινά, φωτὸς ἀκτῖνος δίχα,
ὁ οὐρανὸς κατάμαυρος, ἀγέρας παγωμένος,
στὸ πέλαγος τῶν λογισμῶν, σὲ ἕλος βουλιαγμένος.
Τὸ σκότος τὸ ψηλαφητό, λίθος ὑπερμεγέθης
πλακώνει τὴν καρδία μου, τὸν νοῦν, τὰ σωθικά μου,
καὶ χάνομαι στὰ σκοτεινά, στὸ πέταυρο τοῦ Ἅιδου.
*
Ὅλα μαζὶ μὲ πνίγουσιν, πιέζουν τὴν ψυχή μου,
δὲν ἔχω ἄνεσιν καμμιά, ἀνασαμὸν κανένα:
Γιατί
νὰ μένω μόνος μου, χωρὶς παρηγορίαν;
Γιατί νὰ μὴ μ’ αἰσθάνωνται, οἱ φίλοι
καὶ οἱ γνωστοί μου;
Γιατί νὰ μὴ τοὺς συγκινῆ, ὁ πόνος ὁ ἰδικός
μου;
Γιατί νὰ μὴ θωροῦν πὼς ἔχασα, τὸ φῶς
τῶν ὀμματιῶν μου;
Γιατί ἐκεῖνοι π’ ἀγαπῶ, αὐτοὶ νὰ μὲ
μισοῦσι;
Γιατί γελοῦν στὶς θλίψεις μου,
γλεντοῦν στὴ μοναξιά μου;
Ὦ! πῶς θ’ ἀντέξω στὴ ζωή, μέσα σὲ τόσο χάος;
Πολλὰ κακὰ προσβάλλουν με, κι ἄλλα πολλὰ προβάλλουν
καμμία λύσι πουθενά, καμμιὰ παρηγορία!
*
Σὰν
σκέφτομαι καὶ κλαίγομαι μ᾽ ὅλα τὰ πάρα πάνω,
ξάφνου ξυπνᾶ μία Φωνὴ καὶ μέσα μου μοῦ λέει:
– «Ἐξέτασε πρῶτα
καλά! Δέρε τὸν λογισμό σου!
Φέρε τὸν νοῦν σου Γερμανέ! Ἀλλοῦ μὴ γυροφέρνης!
Κι’ Ἐγὼ γνωρίζω κάλλιστα: Τὸ Λάθος εἶν’
δικό σου!»
Μὲ
τὴν Φωνὴ τραντάχτηκα, κοιτάχτηκα ἐντός μου!
Τί νὰ συμβαίνη ἆράγε, βαθειὰ στὸν ἑαυτόν μου;
Μήπως ἐγὼ ὁ ἔνοχος, γι’ αὐτὰ ποὺ μὲ
μαστίζουν;
Φωνὴ
’ταν φοβερὰ αὐτή, ἔλεγχος συνειδότος,
ποὺ ξάφνου τὸ ἐξύπνησεν ὁ Πλάστης καὶ Θεός μου!
Μοῦ τάραξε τὰ
σωθικά! Ἔγνων τὸν ἑαυτό μου!
Ἐξέτασα κι ἐξέτασα: Ἄρα, ἐγὼ ὁ πταίστης!
Ἄδικα λιθοβολῶ, τὸν “ἄλλον” σὰν ἐχθρό μου!
Γιατ᾽ ἕνας εἶναι μοναχά, ἀληθινὰ ὁ ἐχθρός μου:
Ἐγὼ ὁ ἀμετανόητος, ὁ ἄθλιος ὁ ἑαυτός μου!
Κι ἔκλαψα καὶ
κατέκρινα, τὸν ἑαυτόν μου μόνον!
*
Ξάφνου
ξυπνᾶ ξανὰ Φωνή, πραεῖα καὶ γλυκεῖα,
καὶ μοῦ κρυφολαλεῖ μέσ᾽ τὴν ψυχή, λόγους παρηγορίας:
– «Ἐγώ ’μαι ὁ
Σωτήρας σου, Ἰησοῦς, ὁ Λυτρωτής σου,
καὶ πάσχω, κι ἀγωνιῶ γιὰ σέ, γιὰ τὴν Ἐπιστροφή σου!
Ποῦ μ’ ἄφησες; Ποῦ μοῦ ’φυγες; Ποῦ ξέπεσες παιδί μου;»
– «Ποιός εἶσαι Σὺ
ποὺ μοῦ μιλᾶς, κι ὅλο χαρὰ ἡ φωνή σου;»
Καὶ
μοῦ ἀπαντᾶ γλυκά-γλυκά· καὶ μυστικὰ συνάμα:
– «Θέλεις ἀληθινὰ
νὰ μὲ ἰδῆς; Νὰ πᾶς στὴν Ἐκκλησία!
Νὰ πᾶς καὶ νὰ σταθῆς ὀρθός, καὶ πρὶν
ἀπὸ τὸν Ὄρθρον!
Μὴ σαλευθῆς,
κοίτα μπροστά, ἔχε ψηλὰ τὸν νοῦν σου!
Ἀνύψωσον τὸ βλέμμα σου καὶ κάνε τὸν Σταυρό σου!
Θ’ ἀντιληφθῆς, ἐκεῖ
ψηλά, ὑπάρχει ὁ Χριστός σου,
ποὺ Ἐσταυρώθη διὰ σέ, καὶ σοῦ κραυγάζει ἐτοῦτα:
“Εἶμαι ἐγώ, ποὺ σὲ καλῶ, νἂρθης ξανὰ κοντά μου!
Νὰ τρέφεσαι, νὰ ντύνεσαι μὲ ἔξοδα ᾽δικά μου.
Ἐμένα μὲ ἠγάπησας,
τότε ποὺ ᾽κάλεσά σε!
Μοῦ ᾽δωσες τὴν καρδία σου! Ἔδωκες Ὑποσχέσεις!
Γιατί ξεφεύγεις τώρα
πιά; Τραβᾶς σὲ ῾῾ξένη χώρα᾽᾽;
Γιατί τώρα μ’ ἀρνήθηκες, τὴν “Πρώτην σου Ἀγάπη1”;
Γιατί ψάχνης ἀλλοῦ χαρά, στὰ ψεύτικα
τοῦ βίου;
Γιατί ἀγάπη πρόσφερες στὴ μάταιην ἀπάτη;
Γιατί ζητᾶς νὰ σ᾽ ἐπαινᾶ ὁ πλάνος τοῦτος
κόσμος;
Ἐγὼ εἶμαι ἡ Ἀπόλαυσις
τῶν ἀγαθῶν ἁπάντων!
Κι ὅποιος μὲ χάνει χάνεται, δὲν ἔχει ἀναπαμό!
Μένε καὶ σὺ
παντοτινά, μαζί μου, καὶ μὴ φεύγης!
Γιὰ νἄχης χαρὰν ἀληθινήν, ἀστείρευτην, αἰώνιαν!
Κι ἂν σὲ
καταφρονήσουσιν, κι ἂν σὲ μισήσουν πάλιν,
ἐσὺ μὴ λυπηθῆς ποτέ! Νὰ γίνης
μιμητής μου!
Θὰ γνωρισθῆς, θ’ ἀποδειχθῆς, γνήσιος
μαθητής μου!”»
Ἀμήν!
Τὸ ἐξώφυλλο τοῦ
ψηφιακοῦ δίσκου
῾῾Πρὸς Κύριον - Μελῳδίες Εὐλαβείας᾽᾽,
σὲ ποίησι τοῦ μακαριστοῦ
Γέροντος Γερμανοῦ
Πηγή: O ΖΩΟΠΟΙΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ, Δεκέμβριος 2013, 'Αρ. τεύχους 112-121, Περιοδικὴ ἔκδοσις τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Σταυροβουνίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου