Πάρα κάτω
παραθέτουμε ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸν ἱστορικό λόγο τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στὴν Πνύκα,
ὁ ὁποῖος πραγματοποιήθηκε στὶς 7 Ὀκτωβρίου 1838[1]:
«Ὅταν ἀποφασίσαμε νὰ κάμωμε τὴν ἐπανάσταση, δὲν ἐσυλλογισθήκαμε, οὔτε πόσοι ἤμεθα,
οὔτε πὼς δὲν ἔχομε ἄρματα, οὔτε ὅτι οἱ Τοῦρκοι ἐβαστοῦσαν τὰ κάστρα καὶ τὰς
πόλεις, οὔτε κανένας φρόνιμος μᾶς εἶπε "ποῦ πᾶτε ἐδῶ νὰ πολεμήσετε μὲ
σιταροκάραβα βατσέλα", ἀλλὰ ὡς μία βροχὴ ἔπεσε εἰς ὅλους μας ἡ ἐπιθυμία τῆς
ἐλευθερίας μας, καὶ ὅλοι, καὶ ὁ κλῆρός μας, καὶ οἱ προεστοί, καὶ οἱ καπεταναῖοι,
καὶ οἱ πεπαιδευμένοι, καὶ οἱ ἔμποροι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, ὅλοι ἐσυμφωνήσαμε εἰς
αὐτὸ τὸ σκοπό, καὶ ἐκάμαμε τὴν ᾿Επανάσταση.
Εἰς τὸν πρῶτο χρόνο τῆς ᾿Επαναστάσεως εἴχαμε
μεγάλη ὁμόνοια, καὶ ὅλοι ἐτρέχαμε σύμφωνοι. Ὁ ἕνας ἐπῆγεν εἰς τὸν πόλεμο, ὁ ἀδελφός
του ἔφερνε ξύλα, ἡ γυναῖκά του ἐζύμωνε, τὸ παιδί του ἐκουβαλοῦσε ψωμὶ καὶ
μπαρουτόβολα εἰς τὸ στρατόπεδον, καὶ ἐὰν αὐτὴ ἡ ὁμόνοια ἐβαστοῦσε ἀκόμη δύο
χρόνους, ἠθέλαμε κυριεύσει καὶ τὴν Θεσσαλία καὶ τὴ Μακεδονία, καὶ ἴσως ἐφθάναμε
καὶ ἕως τὴν Κωνσταντινούπολη. Τόσον τρομάξαμε τοὺς Τούρκους, ὅπου ἄκουγαν ῞Ελληνα
καὶ ἔφευγαν χίλια μίλια μακριά. Ἑκατὸν ῞Ελληνες ἔβαζαν πέντε χιλιάδες ἐμπρός,
καὶ ἕνα καράβι, μιὰν ἀρμάδα.
[1] Ἡ ὁμιλία τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στὴν Πνύκα δημοσιεύτηκε στὴν ἐφημερίδα «ΑΙΩΝ» στὶς 13 Νοεμβρίου 1838.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου