Κάποτε ὁ
μικρὸς Θεόδωρος, ποὺ βρισκόταν στὴν Τριπολιτσά καὶ πουλοῦσε ξύλα, πέρασε ἀπὸ ἕνα
δρόμο μὲ τὸ ζῷο του, ποὺ ἦταν φορτωμένο μὲ ξύλα. Ὅμως τὸ ζῶο γλίστρησε μὲ ἀποτέλεσμα
νὰ ρίξῃ λάσπες σὲ ἕνα ἀπὸ τοὺς Τούρκους. Τότε ὁ Τοῦρκος θυμωμένος, ἔδειρε τὸν
μικρὸ Θεόδωρο. Ὁ Κολοκοτρώνης ὡρκίσθηκε νὰ ἀνταποδώσῃ στὸν Τοῦρκο τὸ ξυλοκόπημα[1].
Ὁ στρατηγὸς Βουτιὲ περιγράφει τὸ γεγονός: «Οἱ Ἀρβανίτες θυμῶνται ἀκόμα τὸ κακό, ποὺ πάθανε στὸ
Μωριᾶ πολὺ πρὶν ἀπὸ τὸ 1821, ποὺ χαλαστῆκαν ἀπ’ τοὺς Κλέφτες Κολοκοτροναίους.
‘Νὰ μὴ γλυτώσω ἀπ’ τὸ σπαθὶ τοῦ Κολοκοτρώνη!’ Αὐτὸς εἶναι ὁ ὅρκος τους[2].
Ὁ νῦν περιφανὴς ἀνήρ, παιδίον πενηντεῦον καὶ ἄγνωστον εἰσήρχετο περὶ δείλην ὀψίαν
εἰς τὴν Τριπολιτσὰν φέρων ξύλα ἐπὶ ἡμιόνου, ὅτε καθ’ ὁδὸν ἐρραπίσθη ὑπὸ Ὀθωμανοῦˑ
τὸ παιδίον καταλιπὸν καὶ τὰ ξύλα καὶ τὸν ἡμίονον προσέφυγεν εἰς τὰ ὄρη, καὶ ὤμωσε
ράπισμα ἀντὶ ραπίσματος. Καὶ ἰδοὺ ἡ χεὶρ τοῦ ἀσήμου τούτου παιδίου μετ’ οὐ πολὺ
θέλει κολαφίσει Αὐτοκρατορίαν, ἥτις δυσκόλως θέλει ἀνασηκωθῇ μετὰ τὸ κολάφισμα[3].
Ζώντας στὴ Ζάκυνθο γύριζε συχνὰ τὰ μάτια κι’ ἀγνάντευε τὰ βουνὰ τοῦ Μωριᾶ. ‘Ἂχ,
ἔλεγε, δὲν θὰ ξανάρθῃ πάλι τὸ σεφέρι; (πόλεμος). Δὲ θ’ ἀντιλαλήσῃ πάλι στὶς ράχες τοῦ Μωριᾶ τὸ
ντουφέκι τὸ Κολοκοτρωναίικο;’»[4].
Σὲ
ἠλικία εἴκοσι χρόνων παντρεύτηκε τὴν κόρη τοῦ προεστοῦ Λεονταρίου Καρούσου, Αἰκατερίνη.
Μαζί της ἀπέκτησε τρεῖς γιοὺς καὶ δύο κόρες.
[1] Βλ. ὅπ.π.
[2] Ν. Σπηλάδου, Ἀπομνημονεύματα, τόμ. Α΄, σ. 561.
[3] Π. Χιώτου, Λόγος εἰς τὴν ἀνακομιδὴ λειψάνων τῆς Αἰκατερίνης
Καρούσου, συζύγου Θ. Κολοκτρώνη, 3 Ἰανουαρίου 1863, σ. 6.
[4] Ἅπαντα Κολοκοτρωναίων, 1821: Σημεῖον αὐτογνωσίας, χρονολογικὴ βιογραφία, δημοτικὰ τραγούδια Κολοκοτρωναίων, ἀνέκδοτα-γνωμικὰ Θ. Κολοκοτρώνη, εἰκόνες σχόλια, 1821 ἑλληνικὴ ἐκδοτικὴ σχολὴ, Ἀθήνα 1978, σ. 80. Ἀπομνημονεύματα στρατηγοῦ Βουτιέ, (Memoires du Colonel Voutier), Παρίσι 1823, σ. 266.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου