Ὁ Ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς
Μεταξὺ δύο Ἑορτῶν τοῦ «Εὐαγγελισμοῦ τῆς Θεοτόκου» (25
Μαρτίου 1894 - 25 Μαρτίου 1979), ὁριοθετεῖται ἡ ἁγία καὶ εὐαγγελικὴ 84χρονη ἐπίγεια
ζωὴ τοῦ ἐκ Σερβίας ὁσίου καὶ θεοφόρου Πατρὸς ἡμῶν Ἰουστίνου Πόποβιτς
(=Παπαδοπούλου), ἐσχάτου ἐπιγόνου 7 προηγηθέντων ἱερωμένων προγόνων του.
Οἱ ἅγιοί του γονεῖς, Σπυρίδων καὶ Ἀναστασία, τὸν ἀνέθρεψαν
μέσα στὸ καθαγιασμένο πνευματικὸ κλῖμα τῆς Ὀρθοδόξου
Πίστεως, μέσα στὴν ζῶσαν ἐμπειρίαν τῆς Προσευχῆς, τῶν ἱερῶν Ἀκολουθιῶν,
τῆς μετοχῆς στὰ ἁγιαστικὰ Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας, στὴν καρδιακὴν ἐντρύφησι μέσα
στὰ Συναξάρια καὶ στὸ πάμφωτο παράδειγμα τῶν Ἁγίων.
Ἔλεγε ἀργότερα ὁ ἴδιος· «Ἡ
Ὀρθοδοξία δὲν εἶναι βιβλιοθήκη, τὴν ὁποία μπορεῖς νὰ μελετήσῃς, ἀλλὰ βίωμα, τὸ ὁποῖο
καλεῖσαι νὰ τὸ ζήσῃς». Κι ἀκόμη· «Ἡ Ὀρθοδοξία
ἔχει τὴν ἰδικήν της ἀμετάθετον μεθοδολογίαν καὶ πανίερον παιδαγωγικήν: Δηλαδὴ
τοὺς Βίους τῶν Ἁγίων!»
Ὅταν ὁ Ἰουστῖνος φοιτοῦσε στὴν Ἐκκλησιαστικὴ Σχολὴ τοῦ «Ἁγίου Σάββα» στὸ Βελιγράδι, εὐλογήθηκε
νὰ διατελέσῃ καὶ μαθητὴς τοῦ φωτισμένου Νικολάου Βελιμίροβιτς, ὅστις ἤδη
σήμερον εἶναι ἑορταζόμενος Ἅγιος τῆς Ἐκκλησίας μας. Στρατεύτηκε ὡς νοσοκόμος
κατὰ τὸν Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο καὶ μέσα στὴν ὀδυνηρὴ δίνη τοῦ πολέμου ἐπισφραγίσθηκε
ὁριστικὰ ἐντὸς τῆς καρδίας του ἡ ἁγία ἀπόφασι νὰ στρατευθῇ πλέον εἰς τὴν
πνευματικὴν στρατιὰν τοῦ Παμβασιλέως Χριστοῦ!
Ἔλαβε τὸ μοναχικὸ σχῆμα τὴν Πρωτοχρονιὰ τοῦ 1916, καὶ
μετωνομάσθηκε ἀπὸ Εὐάγγελος εἰς Ἰουστῖνον, πρὸς τιμὴ τοῦ ὁμωνύμου ἁγίου
μάρτυρος καὶ φιλοσόφου.
Ἀκολούθως ἐστάλη στὴν Ἁγίαν Πετρούπολι γιὰ θεολογικὲς σπουδὲς
καὶ ἀργότερα μετέβη στὴν Ὀξφόρδη γιὰ τὴν ἐκπόνησιν τῆς διδακτορικῆς του διατριβῆς
πάνω στὸ ἔργο τοῦ σπουδαίου ὀρθοδόξου συγγραφέως Φιοντὸρ Ντοστογιέβσκι. Ἡ ἐν
λόγῳ διδακτορική του διατριβὴ στὸ ἔργο τοῦ μεγάλου Ῥώσσου συγγραφέως
Ντοστογιέβσκι, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε “θαμώνας
καὶ ἔνθεος παρατηρητὴς τῶν ὑπογείων τῆς ἀνθρωπίνης πονεμένης ψυχῆς” καὶ ποὺ
εἶχε τὴν πεφωτισμένην εὐλογίαν νὰ βιώσῃ προσωπικά, μέσα στὸ συγκεκριμένο “ὑπόγειο”,
τὸ ἀπόγειο ἁγιοπνευματικῶν πτήσεων, ὅταν παρέμεινε γιὰ εὔλογο χρονικὸ
διάστημα ὡς φιλοξενούμενος στὴν περίφημον ἐν Ῥωσίᾳ Μονὴν τῆς Ὄπτινα. Αὐτὸ λοιπὸν τὸ ἔργο τοῦ πατρὸς Ἰουστίνου
ἦταν ἐντελῶς ἀδύνατο νὰ κατανοηθῇ ἀπὸ τὴν σχολαστικὴ νοησιαρχικὴ σκέψι τῆς
δυτικόστροφης Ὀξφόρδης καὶ φυσικῷ τῷ λόγῳ ἡ ἐν λόγῳ διατριβὴ ἀπεῤῥίφθη. Τὸν ἐδέχθη
ὅμως ἀργότερα ἡ Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Ἐκεῖ πῆρε τὸ
διδακτορικό του δίπλωμα, ἐντρυφῶντας παραλλήλως στοὺς μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας
μας καὶ ἔχων ὡς θέμα τῆς ἐν τῷ Καποδιστριακῷ πανεπιστημίῳ τῶν Ἀθηνῶν διατριβῆς
του: «Τὸ πρόβλημα τοῦ προσώπου καὶ τῆς
γνώσεως κατὰ τὸν Ἅγιον Μακάριον τὸν Αἰγύπτιον».
Ἐνεβάθυνε λίαν ἐνθουσιωδῶς εἰς τὴν ἀρχαιοελληνικὴν γλῶσσαν, ἀλλὰ
καὶ τὴν παλαιοσλαβική, τὴν λατινική, τὴν ῥωσική, τὴν νεοελληνική, τὴν ἀγγλική,
τὴν γερμανικὴ καὶ τὴν γαλλική! Προπάντων ὅμως ὁ ἔνθεος σπουδαστὴς ἐντρυφοῦσε
μεθ᾽ ἁγίας βίας καὶ “διὰ βίου”
στὴν μυστικὴν γλῶσσα τῆς ἁγιοπνευματικῆς ἐμπειρίας.
Ἐνῷ ἀργότερα διηκόνη ἱεραποστολικῶς στὴν τότε Τσεχοσλοβακία
(1930-1931), συμβάλλοντας στὸν ἐπανευαγγελισμὸ καὶ στὴν ἐπανένταξι στὴν Ἐκκλησία
τῶν τέως θυμάτων τοῦ ὑπούλου παπικοῦ «δολεροῦ
δώρου», δηλαδὴ τοῦ «δουρείου ἵππου»
τῆς Οὐνίας, ἐπληροφορήθη ὅτι ἐπελέγη ὑπὸ τῆς Ἱερᾶς Συνόδου διὰ νὰ χειροτονηθῇ εἰς
Ἐπίσκοπον. Τὸ ταπεινό του ὅμως φρόνημα δὲν τοῦ ἐπέτρεψε νὰ ἀποδεχθῇ τὸ προταθὲν
ἀξίωμα.
Δὲν παρῆλθεν πολὺς καιρὸς ἀπὸ τὴν πολύπλευρη μάχη του διὰ τὴν
σωτηρίαν τῶν θυμάτων τῆς ἀείποτε ὕπουλης καὶ δολίου παπικῆς Οὐνίας· καὶ ἰδού: Σιδερόφρακτοι Οὖννοι τοῦ Παποκινήτου Ναζισμοῦ καὶ
Φασισμοῦ κατέλαβαν τὴν Ὀρθόδοξον Σερβίαν.
Κατὰ τὰ χρόνια τῆς κατοχικῆς καταχνιᾶς, ὁ πατὴρ Ἰουστῖνος
περιεφέρετο ἐναγωνίως ἀνάμεσα στὸν πονεμένον λαό, προσφέροντας μὲ ἀνείπωτες
θυσίες τὴν ἄῤῥητη γλυκειὰ παρηγοριὰ τοῦ γλυκυτάτου Ἰησοῦ.
Μὲ τὴ φυγάδευσι τῶν ναζιστοφασιστῶν, ἐπελαύνει κατὰ τῆς Ὀρθοδόξου
Σερβίας ἕνα ἄλλον θηρίο: Ὁ ἄθεος κομμουνισμός. Μὲ θαῦμα ἀποφεύγεται ἡ ἐκτέλεσίς
του, καταδικασθέντος εἰς θάνατον ἀπὸ τοὺς ἀθέους, καὶ ἐγκλείεται ἀναγκαστικῶς εἰς
τὴν Μονὴν «τῶν Ἀρχαγγέλων» στὸ Τσέλιε
τοῦ Βάλιεβο.
Ἀκόμη καὶ ἔγκλειστος εὑρίσκετο ὑπὸ καταδιωγμόν. Ἀφιερώθη τότε
ὁ πατὴρ Ἰουστῖνος ἐντονώτερον στὴν ἀδιάλειπτον προσευχή, τὴν μελέτη τοῦ βίου καὶ
τῶν ἔργων τῶν Ἁγίων, τὴν συγγραφὴ ἐμπνευσμένων συγγραμμάτων, τὴν τέλεσι
καθημερινῶς τῆς Θείας Λειτουργίας, τὴν μετὰ κάθε ἀκριβείας τήρησι τῶν Ἱερῶν Ἀκολουθιῶν
καὶ γενικῶς τὴν ἐφαρμογὴ τοῦ Ὀρθοδόξου μοναχικοῦ Τυπικοῦ. Νήστευε μετ᾽ ἀκριβείας
ἀπέχοντας ἁπολύτως ἀπὸ κάθε τροφὴ καθ᾽ ὅλας τὰς Παρασκευὰς τοῦ ἔτους καθὼς τηροῦσεν
εὐλαβῶς καὶ ὅλας τὰς ἄλλας ἡμέρας νηστειῶν. Στὶς προσευχές του μνημόνευε
καθημερινὰ πλῆθος ὀνομάτων ἐπικαλούμενος τὴν ἐκ Θεοῦ βοήθειαν πρὸς τοὺς
πονεμένους ἀδελφούς.
Ὅσον καιρὸν οἱ κραταιοὶ κρατοῦντες τὸν κρατοῦσαν εἰς τὴν ἀφάνειαν,
τόσον περισσότερο ἡ φήμη του ἐφηπλοῦτο ῥαγδαίως πρὸς πᾶσαν κατεύθυνσι, ὄχι
μόνον καθ᾽ ὅλην τὴν Σερβίαν, ἀλλὰ καὶ πολὺ πέραν αὐτῆς.
Ὁ σύγχρονος αὐτὸς ἅγιος, ὁμολογητὴς καὶ διδάσκαλος τῆς
μαχομένης καὶ ἀκραιφνοῦς Ὀρθοδόξου Πίστεως ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ ἀνήμερα τῆς ἑορτῆς
τοῦ Εὐαγγελισμοῦ τοῦ ἔτους 1979.
Οἱ δύο ἀμετάθετοι πύρινοι πυρῆνες τῆς ἐμπειρίας καὶ τοῦ ἔργου
τοῦ συγχρόνου μας αὐτοῦ ἁγίου, θὰ ἠδύναντο νὰ συνοψισθοῦν:
(α) Εἰς τὴν ἀκαταπαύστως πλημμυροῦσαν τὴν ταπεινήν του
καρδίαν ἀνόθευτον καὶ κορυφαίαν Ἀγάπην πρὸς τὸ Πρόσωπον τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ,
καὶ
(β) Εἰς τὴν ἀμέριστον μέριμνάν του διὰ τὴν διαφύλαξι τῶν ἀμεταθέτων
ὁρίων τῆς Ὀρθοδοξίας, τῆς μόνης σώζουσας Ἀληθείας τοῦ σύμπαντος κόσμου.
Ἡ ἀπέραντος ἀγάπη του πρὸς τὸν ἄνθρωπο, καρπὸς τῆς ἀπροσμέτρητης
Ἀγάπης του πρὸς τὸν γλυκύτατον Ἰησοῦν, εἶναι ἀῤῥήκτως καὶ ἀδιαιρέτως
συνυφασμένη μὲ τὴν ἀνυποχώρητον στάσι του στὰ θέματα τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως. Ἀλλὰ
καὶ ἀντιστρόφως: Ἡ ἀπέραντος καὶ ἀνυποχώρητος Πίστι του στὴν ἅπαξ ἀποκαλυφθεῖσαν
σώζουσαν Ἀλήθειαν ὑπὸ τοῦ Θεοῦ εἰς τὸν ἄνθρωπον, εἶναι ἀῤῥήκτως καὶ ἀδιαιρέτως
συνυφασμένη μὲ τὴν ἄῤῥητον Ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεάνθρωπον Χριστὸν καὶ τὴν ἀνόθευτον
ἀγάπη του πρὸς τὴν εἰκόνα τοῦ Θεοῦ, τοὐτέστιν τὸν κάθε ἄνθρωπο.
Ὁ ἅγιος Ἰουστῖνος Πόποβιτς ἀκολουθῆ ἀπαρεγκλίτως τὴν σύμφωνον
γνώμην ἁπάντων τῶν ἁγίων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας: «Ὅποιος κάνει ἐκπτώσεις στὰ
θέματα τῆς Πίστεως, χάριν δῆθεν τῆς «ἀγάπης», αὐτός, κατὰ βάθος, δὲν ἀγαπᾶ οὔτε τὸν ἄνθρωπο οὔτε τὸν
Θεάνθρωπο ἀλλ᾽ ἀπεναντίας: Ἀπατᾷ καὶ ἀπατᾶτε οἰκτρῶς»!
Ἡ Ἐκκλησία μας ἑορτάζει τὴν ἁγίαν του μνήμην τὴν 1/14 Μαρτίου
ἑκάστου ἔτους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου