Ὑπάρχουν
διάφοροι ὅροι, μὲ τοὺς ὁποίους ἡ Ἐκκλησία καθώρισε ἀρχικὰ τοὺς ὕμνους καὶ τὴν
πράξη τῆς ὑμνῳδίας, ὅπως ᾄδω, ᾆσμα, ᾠδή, ὕμνος, ὑμνῶ, ὑμνητής, ὑμνῳδῶ, ὑμνῳδός,
ὑμνῳδία, ὑμνῳδικός, ὑμνολογῶ, ὑμνολογία, ἐφύμνιον, μελῳδία, μελῳδῶ, μελῳδός κ.ἄ[1].
Το ἐξωβιβλικὸ ἀντίφωνο[2]
ὑπῆρξε τὸ πρῶτο κύτταρο στὴν ἀρχέγονη ἐκκλησιαστικὴ ὑμνογραφία, ἀπὸ τὸ ὁποῖο
προῆλθε κατόπιν τὸ τροπάριο, τὸ κοντάκιο καὶ ὁ κανόνας. Αὐτὸ ἦταν μιὰ ἐπῳδὸς
(ρεφραίν), τὸ ὁποῖο ἀκολουθοῦσε κάθε στίχο τοῦ ψαλμοῦ, ὁ ὁποῖος ψαλλόταν. Ὁ ἱστορικὸς
Σωκράτης ἀνάγει τὰ ἀντίφωνα στοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες καὶ τὰ ἀνάγει
μέχρι τὸν Ἰγνάτιο Ἀντιοχείας (+110 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος εἶδε σὲ ὅραμα τοὺς ἀγγέλους,
ποὺ ὑμνοῦσαν τὸν Θεὸ ἀντιφωνικά. Ἔτσι ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος δίδαξε στὴν Ἐκκλησία τῆς
Ἀντιόχειας τοὺς πιστοὺς νὰ ψάλλουν ἀντιφωνικά[3].
Τὰ ἀντίφωνα ἕλκουν τὴν καταγωγή τους ἀπὸ τὴν ἰουδαϊκὴ λατρεία. Ὅταν οἰ Ἑβραῖοι
διάβηκαν τὴν Ἐρυθρὰ θάλασσα, τότε συνέστησαν δύο χορούς, ὁ ἕνας μὲ προεξάρχοντα
τὸν Μωυσῆ καὶ ὁ ἄλλος μὲ προεξάρχουσα τὴ Μαριάμ, καὶ ἔψαλαν ἀντιφωνικὰ τὴν εὐχαριστήριο
ᾠδή: «ᾌσωμεν τῷ Κυρίῳ, ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται»[4].
Ἀρχικὰ τὰ ἀντίφωνα ἦταν διάφοροι ψαλμοί. Ἀργότερα τὸ ψαλτήριο χωρίστηκε σὲ εἴκοσι
καθίσματα μὲ στάσεις ἀπὸ 1-5 ψαλμούς. Οἱ στάσεις αὐτὲς ὠνομάστηκαν ἀντίφωνα[5].
[1] Βλ. ΤΩΜΑΔΑΚΗ, Ὑμνογραφία, σ. 45.
[2] Ἐξωβιβλικὸ ὀνομάζεται τὸ ἀντίφωνο,
τὸ ὁποῖο δὲν προέρχεται ἀπὸ τὸ κείμενο τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
[3] Βλ. Σωκράτους, Ἐκκλησιαστικὴ ἱστορία, VI, 8, PG
67, στ. 689-692.
[4] Ἔξ. ιε΄ 1-21. Βλ. Κορακίδη,
Ὑμνογραφία, τ. Β΄, σ. 75
[5] Τὴν ὀνομασία αὐτὴ διατηροῦν μέχρι σήμερα οἱ σλαβικὲς ἐκκλησίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου