Τετάρτη 30 Νοεμβρίου 2022

Η ΠΕΡΑΝ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ ΖΩΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ. Β΄.

του Άριστου Θουκυδίδη
Χημικού, M.Th.
(Σχέδιο: Αλεξία Φιλίππου)

      Παρομοιάζει ο ιερός Χρυσόστομος τη διάλυση του σώματος, προκειμένου να απαλλαγεί απο τη φθορά και το θάνατο και να ενδυθεί με υπερβάλλουσα δόξα από αυτή των πρωτοπλάστων, αφού αναστηθεί άφθαρτο και ακήρατο, με δύο εικόνες, αυτή της ετοιμόρροπης οικίας και αυτή του αγαλματοποιoύ.

    Με την ετοιμόρροπη οικία παρομοιάζει ο ιερός Χρυσόστομος τη φθαρτή οικία του σώματος. Και όπως ο ιδιοκτήτης βγάζει έξω τους ενοικιαστές, για να την κατεδαφίσει και να κτίσει καινούργια, πιο καλή και πολυτελέστερη, χωρίς τούτο να ενοχλεί τους ενοικιαστές, διότι προσβλέπουν στη νέα οικία, που δεν βλέπουν αλλά τη φαντάζονται, έτσι και το ετοιμόρροπο και φθαρτό σώμα, προκειμένου να ανοικοδομηθεί λαμπρότερο, βγάζει πρώτα από αυτό την ψυχή, με τον σωματικό θάνατο. Όταν θα αναστήσει ο Θεός το σώμα, θα  εισαγάγει την ψυχή και πάλι σ’ αυτό με περισσότερη δόξα, γι’αυτό και συμβουλεύει ο ιερός Χρυσόστομος, να μην προσέχουμε στη διάλυση του σώματος, αλλά στη μέλλουσα λαμπρότητα και δόξα του. Άναφέρει συγκεκριμένα: «Καί γάρ οἰκίαν τις μέλλων οἰκοδομεῖν, σαθρωθεῖσαν καί παλαιάν γενομένην, ἐκβαλών πρῶτον τούς οἰκοῦντας, οὕτω καταλύει τήν οἰκίαν καί ἀνοικοδομεῖ λαμπροτέραν. Καί τούς ἐκβληθέντας οὐ λυπεῖ τό γινόμενον, ἀλλά καί εὐφραίνει...τήν μέλλουσαν οἰκοδομήν φαντάζονται...Οὕτω καί ὁ Θεός ποιεῖ μέλλων καταλύειν τό σῶμα...Μή τοίνυν τῇ καθαιρέσει προσέχωμεν, ἀλλά τῇ μελλούσῃ λαμπρότητι»[1].

(συνεχίζεται)

[1] ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Εἰς τό πτωχόν Λάζαρον καί τόν πλούσιον Λόγ. 5, 1, P. G. 48, 1018-1019.

Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2022

Η ΠΕΡΑΝ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ ΖΩΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ. A΄.

του Άριστου Θουκυδίδη
Χημικού, M.Th.
(Σχέδιο: Αλεξία Φιλίππου)

2.1. Διάλυση του ανθρωπίνου σώματος και ο σεβασμός προς αυτό

      Στο σωματικό θάνατο, το σώμα νεκρώνεται και μέσα στο τάφο διαλύεται, προκειμένου να λειτουργήσει το μυστήριο τής ολοκληρωτικής απαλλαγής του από τον μολυσμό της αμαρτίας. Αναφέρει σχετικά ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης: «Ἔσται γάρ ποτε κακεῖνο φθορᾶς ἐλεύθερον, ὅταν ἐν τῇ παλιγγενεσίᾳ μετασκευασθῇ πρός τό ἀθάνατόν τε καί ἀδιάλυτον»[1]. Καί όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο σωματικός θάνατος δεν εξαφανίζει το σώμα, αλλά διαλύει τη θνητότητα και τη φθορά, διότι η ουσία του σώματος μένει, και κατά την ανάσταση των νεκρών θα ντυθεί με υπερβολική δόξα, αλλά δεν θα είναι δόξα για όλα τα σώματα, παρά μόνο στα σώματα των αγίων[2]. Έτσι το  σώμα διαλύεται, άλλά δεν αφανίζεται, διότι αφανισμός σημαίνει μετάβαση στην ανυπαρξία, ενώ λύση είναι η διάλυση του σώματος στα στοιχεία απο τα οποία αποτελείται. Μοιάζει με ό,τι συμβαίνει και με τό σπόρο που σπέρνεται στη γη και σαπίζει, αλλά από αυτό το σάπισμα αναφύεται η ζωή και η καρποφορία. Ο θάνατος του σώματος είναι μία σπορά, όπου σπέρνεται σώμα θνητό και αυτό το θνητό σώμα φυτρώνει και γίνεται αθάνατο[3]. Εξάλλου ο ίδιος ο Χριστός είπε παραστατικά: «Ἀμήν, ἀμήν λέγω ὑμῖν, ἐάν μή ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσών εἰς τήν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτός μόνος μένει, ἐάν δέ ἀποθάνῃ, πολύν καρπόν φέρει»[4]. Άρα είναι ανάγκη, να ταφεί το σώμα, όπως το σπόρο μέσα στο χώμα, για να απαλλαγεί από τη φθορά και να τελεσφορήσει «πολύν καρπόν», δηλαδή να αναμορφοποιηθεί, να ανακοσμηθεί και να αναστηθεί άφθαρτο, αθάνατο και ακήρατο, ενδεδυμένο με μεγαλύτερη δόξα, από τη δόξα που είχαν οι πρωτόπλαστοι προ της παρακοής, που θα είναι «ἡ παραδοξοτέρα δόξα, ἡ πολύ τῆς προτέρας»[5].

(συνεχίζεται)

[1] ΓΡ. ΝΥΣΣΗΣ, Λόγος πρός τούς πενθούντας ἐπί τοῖς ἀπό τοῦ παρόντος βίου πρός τόν ἀḯδιον μεθισταμένοις, P. G. 46, 508D-509A.

[2] ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Ἐξήγησις εἰς τούς Ψαλμούς, 48, 5, P. G. 55, 230.

[3]  Α΄Κορινθίους 15, 36-39.

[4] ΙΩ. 12, 24.

[5] ΓΡ. ΘΕΟΛΟΓΟΥ,  Λόγος 38,  P. G. 36, 324C.

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2022

Η ΠΕΡΑΝ ΤΟΥ ΤΑΦΟΥ ΖΩΗ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΚΑΙ Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ A΄.

του Άριστου Θουκυδίδη
Χημικού, M.Th.
(Σχέδιο: Αλεξία Φιλίππου) 

2.1. Διάλυση του ανθρωπίνου σώματος και ο σεβασμός προς αυτό

      Όπως έχει προαναφερθεί, με την παράβαση της εντολής του Θεού από τους πρωτοπλάστους, επέρχεται διάσπαση της ψυχοσωματικής οντότητας του ανθρώπου με αποτέλεσμα τον σωματικό  θάνατο. Έτσι όταν επέλθη η διάζευξη της ψυχής από το σώμα, οπότε συμβαίνει ο θάνατος, το σώμα νεκρώνεται, εγκαταλείπεται άψυχον, χάνει την ομορφιά του, παραμορφώνεται, αποσυντίθεται, διαλύεται στη γη, απ’ όπου προήλθε, γι’αυτό και στο δεύτερο ευλογητάριο της νεκρώσιμης ακολουθίας υμνωδείται σχετικά: «Ὁ πάλαι μέν ἐκ μή ὄντων πλάσας με, καί εἰκόνι σου θείᾳ τιμήσας, παραβάσει ἐντολῆς δέ πάλιν με ἐπιστρέψας, εἰς γῆν ἐξ ἧς ἐλήφθην...»[1]. Και στο νεκρώσιμο ιδιόμελο του βαρύ ήχου, ο Δαμασκηνός υμνωδεί παρόμοια: «...φθόνῳ δέ διαβόλου ἀπατηθείς, τῆς βρώσεως μετέσχε, τῶν ἐντολῶν σου παραβάτης γεγονώς∙ διό πάλιν εἰς γῆν ἐξ ἧς ἐλήφθη, κατεδίκασας ἐπιστρέφειν...»[2]. Με το σωματικό θάνατο, όπως είδαμε πιο πάνω, η τιμωρία μετατρέπεται σε ευεργεσία, αφού με αυτόν, θανατώνεται και η αμαρτία, με αποτέλεσμα το «κακόν νά μή γίνεται ἀθάνατον». Η αρρωστημένη φύση του ανθρώπου έπρεπε να λυώσει, να διαλυθεί, να περάσει από το χωνευτήρι της φθοράς, προκειμένου να παύσει να αμαρτάνει  και να διαιωνίζει τη φθορά και τον θάνατο. Είναι πολύ χαρακτηριστικά τα όσα αναφέρονται σχετικά, στη συγχωρητική ευχή της νεκρώσιμης ακολουθίας, που διαβάζεται  από Αρχιερέα για κάθε κατάρα και αφορισμό: «...τήν ἐντολήν δέ παραβάντα τοῦ σοῦ προστάγματος, καί μεταλαβόντα τῆς εἰκόνος, καί μή φυλάξαντα∙ καί διά τοῦτο, ἵνα μή τό κακόν ἀθάνατον γένηται, φιλανθρώπως κελεύσας τήν κρᾶσιν, καί μῖξιν ταύτην, καί τόν ἄρρηκτόν σου, τοῦτον δεσμόν, ὡς Θεός τῶν Πατέρων ἡμῶν, τῷ θείῳ βουλήματι ἀποτέμνεσθαι καί διαλύεσθαι∙ ὥστε τήν μέν ψυχήν ἐκεῖσε χωρεῖν, ἔνθα καί τό εἶναι προσελάβετο, μέχρι τῆς κοινῆς ἀναστάσεως, τό δέ σῶμα εἰς τά ἐξ ὧν συνετέθη ἀναλύεσθαι»[3]. Έτσι με τη λύση του άρρηκτου δεσμού και την καταστροφή της κράσις και της μίξης των στοιχείων πού αποτελούσαν τον άνθρωπο, η μεν ψυχή πορεύεται εκεί απ’όπου έλαβε το είναι, μέχρι τη κοινή ανάσταση, το δε σῶμα επανέρχεται ή διαλύεται στα φυσικά στοιχεία από τα οποία επλάστηκε, γίνεται δηλαδή χώμα, κατά το Γραφικό: «Καί  ἐπιστρέψη ὁ χοῦς ἐπί τήν γῆν , καί τό πνεῦμα ἐπιστρέψη πρός τόν Θεόν, ὅς ἐδωκεν αὐτό»[4].        

(συνεχίζεται)

[1] Μικρόν Εὐχολόγιον,  σ. 203.

[2] ό.π., σ σ. 206-207.

[3] ό.π., σ. 213.

[4] ΕΚΚΛ. 12, 7.

Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2022

1.2. Η πτώση του ανθρώπου και οι συνέπειές της IΔ΄.

του Άριστου Θουκυδίδη
Χημικού, M.Th.
(Σχέδιο: Αλεξία Φιλίππου)

Τό ἄνοιγμα ὅμως τοῦ ζωηφόρου τάφου σήμαινε ταυτόχρονα καί τό ἄνοιγμα τῆς κεκλεισμένης Ἐδέμ, πού εἶχε σφραγίσει ἡ ἀμαρτία τοῦ Ἀδάμ καί ὁ ἴδιος ὁ Θεός, γιά νά μήν ἔχει τή δυνατότητα ἐπιστροφῆς σ’αὐτήν ὁ ἄνθρωπος[1]. Έτσι, ενώ η αστοχία των πρωτόπλαστων, με τα συνεπακόλουθά της, τη φθορά καί τόν θάνατο, έκλεισαν και εσφράγισαν τόν Παράδεισο, η κάθοδος του Χριστού στόν Άδη και η ένδοξη Ανάστασή του, άνοιξαν την κεκλεισμένη πύλη του Παραδείσου και ο Παράδεισος άνοιξε και πάλιν για τον παραβάτη  άνθρωπον, του οποίου η ψυχή επανέκτησε το αρχαίον κάλλος, το «κατ’εἰκόνα» που είχε αμαυρωθεί, το οποίο και αναμορφώθηκε και ενισχύθηκε με τη δυνατότητα να φθάσει στο «καθ’ὁμοίωσιν» από τον παρόντα κόσμον. Το δε σώμα του απέκτησε την ικανότητα και δυνατότητα να γίνει ναός του Αγίου Πνεύματος, κατοικητήριο του Τριαδικού Θεού και, κατά την ανάσταση των νεκρών, να αναστηθεί αφθαρτοποιημένο, ώστε να γίνει όμοιο με το δοξασμένο σώμα του Θεού Λόγου και ενωμένο με την καταλαμπρυνθείσα ψυχή να ζήσει στην ατελεύτητη αιωνιότητα. Έτσι με την ενανθρώπηση του Θεού Λόγου, με τον σταυρικό του θάνατο, την ταφή, την εις Άδου κάθοδον και τέλος την Ανάστασή του, η ανθρώπινη φύση δεν μετασκευάσθηκε ή έχει μεταπλασθεί σε άλλο είδος, αλλά έχει αποκατασταθεί σ’εκείνο που ήταν εξαρχής πριν αμαρτήσει[2].

(συνεχίζεται)

[1] Τοῦ ΙΔΙΟΥ, Ἄμωμοι,  σ. 94.

[2]  ΜΕΘΟΔΙΟΥ ΟΛΥΜΠΟΥ,  Ἐκ τοῦ περί Ἀναστάσεως,  P. G.18, 227C-280A.

Σάββατο 26 Νοεμβρίου 2022

1.2. Η πτώση του ανθρώπου και οι συνέπειές της IΓ΄.

του Άριστου Θουκυδίδη
Χημικού, M.Th.
(Σχέδιο: Αλεξία Φιλίππου)

Η ψυχή του Χριστού ενωμένη και αυτή με τη θεότητα του Λόγου, κατέβηκε στον Άδη, τον οποίο και ενέκρωσε «τῇ ἀστραπῇ τῆς θεότητος»[1]. Όπως λέγει και ο Άγιος Έπιφάνιος Κύπρου, ο Κύριος κατήλθε, στα «καταχθόνια ἐν θεότητι καί ἐν ψυχῇ»[2], καταλύοντας έτσι το κράτος του Άδη, αφού ευαγγελίσθησαν οι ψυχές των ανθρώπων την απολύτρωση. Στο τρισάγιο που ψάλλομεν για τους κεκοιμημένους, σε ένα τροπάριο αναφέρεται σχετικά: «Σύ εἶ ὁ Θεός ἡμῶν, ὁ καταβάς εἰς Ἅδην, καί τάς ὀδύνας λύσας τῶν πεπεδημένων»[3].  Η κάθοδος του Θεού Λόγου στον Άδη συνέτριψε και  κατέλυσε την εξουσία του, συνέτριψε το θάνατο και εξαφάνισε τη φθορά, με φυσική  συνέπεια την ανάσταση. Όπως όταν τα δεσμά ενός δεσμίου συντρίβονται, ακολουθεί φυσικά η απελευθέρωση, έτσι όταν καταλυθεί η φθορά, η ανθρώπινη φύση ανίσταται και προχωρεί σταθερά προς τη μόνιμη αφθαρσία και την αιώνια ζωή[4]. Έτσι όταν συμπληρώθηκε το έργο του Θεού Λόγου στον Άδη, όταν δηλαδή θανάτωσε τον θάνατο με τον θάνατό του και όταν οι δέσμιοι άκουσαν το λυτρωτικό κήρυγμα και έλαβαν τη σωτηρία, η τεθεωμένη ψυχή του, «ἀναλαβοῦσα καί πάλιν τό ἅγιον σῶμά της, τό κατάστικτον ἀπό τούς μώλωπες τοῦ μαρτυρικοῦ πάθους, τό ἀνέστησε ἐκ τῶν νεκρῶν ἀφθαρτοποιημένο καί ἔνδοξο.

(συνεχίζεται)

[1] ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΗ, Απολυτίκιο Αναστάσιμο του Β΄ήχου.

[2] ΕΠΙΦΑΝΙΟΥ, Κατά αἰρέσεων 20, 2 P. G. 41, 276ί.

[3] Μικρόν Εὐχολόγιον, σ. 197.

[4] Πρβλ. Α. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Πάσχα Κυρίου Πάσχα, σ. 33.

Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2022

1.2. Η πτώση του ανθρώπου και οι συνέπειές της IΒ΄.

του Άριστου Θουκυδίδη
Χημικού, M.Th.
(Σχέδιο: Αλεξία Φιλίππου)

Ἔτσι ἐπάνω στό σταυρό ὁ κοινός θάνατος συγκρούστηκε μέ τόν ‟θεανθρώπινοˮ θάνατο, καί ὑπέκυψεν ὡς ἀδύναμος μπροστά στή θεοδυναμία τοῦ σταυρικοῦ θαύματος»[1]. Πολύ παραστατικά περιγράφει και ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός τη θανάτωση του θανάτου: «Πλησιάζει, λοιπόν, ὁ θάνατος καί καταπίνοντας τό δόλωμα τοῦ σώματος  πιάνεται στό ἀγκίστρι τῆς θεότητας καί ἀφοῦ γεύθηκε ἀναμάρτητο καί ζωοποιό σῶμα καταστρέφεται καί ἀποδίδει ὅλους ἐκείνους πού παλαιότερα εἶχε καταπιεῖ. Ὅπως ἐξαφανίζεται τό σκοτάδι μέ τόν ἐρχομό τοῦ φωτός, μέ τόν ίδιο τρόπο καί ἡ φθορά διώχνεται μέ τήν ἐπίθεση τῆς ζωῆς, καί ὅλοι μετέχουν στή ζωή, ἐνῶ ἐκεῖνος πού φθείρει μετέχει στή φθορά»[2]. Έτσι με τον θάνατο του Θεανθρώπου πάνω στον σταυρό, ο θάνατος, που κληρονομήσαμε από τον Ἀδάμ, κατεπόθη και εξαφανίσθηκε από τη θεότητα, καθώς και   η αμαρτία εξαφανίσθηκε πλήρως και ολοσχερώς από τη δικαίωση που μας χαρίσθηκε δια μέσου του Ιησού, οπότε κατά την ανάσταση των νεκρών θα λάβουμε πάλι το σώμα, που δεν θα  υπόκειται πλέον στον θάνατο, ούτε θα είναι υπεύθυνο για την αμαρτία[3]. Παρόλο που ο θάνατος του θνητού σώματος υφίσταται ως φυσικό γεγονός, σημαίνοντας το τέλος του βιολογικού μας κύκλου, αυτό δεν σημαίνει ότι εξαφανιζόμαστε, γιατί, όπως τα σπέρματα που ρίχνονται στη γη, διαλύονται μεν στο χώμα, αλλά δεν εξαφανίζονται, έτσι και εμείς σπειρόμαστε στη γη για να αναστηθούμε κατά την κοινή ανάσταση, σύμφωνα με την υπόσχεση του Λόγου του Θεού, που έχει καταστεί για όλους τους ανθρώπους το ένδυμα της αφθαρσίας[4]. Εξάλλου μετά την ενανθρώπηση, τον θάνατο και την ανάσταση του Θεού Λόγου, δεν μιλούμε για θάνατο και νεκρούς, αλλά αναφερόμαστε σε κοίμηση και κεκοιμημένους όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ιερός Χρυσόστομος, ότι πραγματικός θάνατος και τυραννία θανάτου υπάρχουν, εκεί όπου ο άνθρωπος, όταν πεθάνει, δέν έχει τη δυνατότητα να επανέλθει στή ζωή. Όταν όμως μπορεί να ζήσει, μετά τον φυσικό θάνατο, και μάλιστα ζωή καλύτερη απ’ αυτήν του κόσμου τούτου, τότε αυτός δεν είναι θάνατος αλλά κοίμηση[5].

(συνεχίζεται)

[1] Α. ΘΕΟΔΩΡΟΥ, Ἄμωμοι...,  σ. 93.

[2] ΙΩ. ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΥ, Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, 3, 27, P. G. 94, 1097AB, μτφρ.Ι. Πλεξίδα, από Πρότυπες Θεσσαλικές Ἐκδόσεις, Τρίκαλα, Ἀθῆναι, 2008. 

[3] Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, Ἐπιστ.261, Τοῖς ἐν Σωζοπόλει 2,3 P. G. 32, 969B καί 972BC.

[4] Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, Λόγος περί τῆς ἐνανθρωπήσεως..., (§ 9,21) P. G. 25.

[5] ΙΩ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Ἑρμηνεία εἰς τήν πρός Ἐβραίους ἐπιστολήν, (Ομιλ. ΙΖ΄§ β), P.G. 63, 129.

Πέμπτη 24 Νοεμβρίου 2022

1.2. Η πτώση του ανθρώπου και οι συνέπειές της IΑ΄.

του Άριστου Θουκυδίδη
Χημικού, M.Th.
(Σχέδιο: Αλεξία Φιλίππου)

      Βέβαια τα πιο πάνω θα επισυμβούν επειδή το φιλάνθρωπο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία του ανθρώπου και τη επαναγωγή του στην προπτωτική κατάσταση προνόησε, ώστε ο  ενανθρωπήσας Χριστός να νικήσει τον θάνατο με τον σταυρικό του θάνατο και ο αναστημένος Θεάνθρωπος να ανοίξει τις πύλες του Παραδείσου. Στό  Δοξαστικό ιδιόμελο της νεκρώσιμης ακολουθίας σε πλάγιο του τετάρτου, ο υμνωδός ιστορεί τον «θάνατο» του θανάτου, λέγοντας: «Ὁ θάνατός σου, Κύριε, ἀθανασίας γέγονε πρόξενος∙ εἰ μή  γάρ ἐν μνήματι κατετέθης, οὐκ ἄν ὁ παράδεισος ἠνέωκτο∙...»[1]. Σε ένα μάλιστα Μακαρισμό της νεκρώσιμης ακολουθίας ψάλλομεν: «Ζωῆς ὁ κυριεύων καί τοῦ θανάτου, ἐν ταῖς αὐλαῖς Ἁγίων ανάπαυσον...»[2], όπως και στη συγχωρητική ευχή, μετά τα Αναγνώσματα, ο ιερέας διαβάζει: «Ὁ Θεός τῶν πνευμάτων καί πάσης σαρκός, ὁ τόν θάνατον καταπατήσας, τόν δέ διάβολον καταργήσας καί ζωήν τῷ κόσμῳ σου δωρησάμενος∙...»[3]. Επομένως ο Χριστός, ο Θεός Λόγος, ως «κυριεύων» του θανάτου, μπορούσε να τον καταργήσει και να τόν καταπατήσει με όποιο τρόπο ήθελε, ωστόσο έπρεπε να γίνει η θεία Ενανθρώπηση, για να πάρει ολόκληρη την ανθρώπινη φύση, διότι, όπως ερμηνεύει ο Θεολόγος Γρηγόριος, αυτό που δεν προσλαμβάνεται μένει αθεράπευτο και ό,τι ενώνεται με τον Θεόν «τοῦτο καί σώζεται»[4]. Έτσι ο Χριστός, κατά τον Μ. Αθανάσιο, έλαβε θνητό σώμα, όπως το δικό μας, για να το επαναφέρει στην αθανασία, όντας ο ίδιος αυτοζωή, για να είναι δυνατό ο θάνατος να εξαφανιστεί σ’αυτό και οι κατ’ εικόνα Θεού άνθρωποι να ανακαινιστούν πάλι[5]. Έτσι ο Θεός Λόγος, προσλαμβάνει καθαρή και αναμάρτητη σάρκα, την αρχέγονη προ της πτώσης ανθρώπινη φύση, χωρίς το προπατορικό αμάρτημα και δέχεται να αποθάνει προσφέροντας τον εαυτό του σαν λύτρο, για να εξαγορασθούν και να ελευθερωθούν από την αμαρτία και τον θάνατο πολλοί[6]. Ο Χριστός πέθανε πάνω στον σταυρό, όχι ως ένας κοινός θνητός, αλλά ως Θεάνθρωπος, αφού η υποστατική ένωση των δύο φύσεών του ήταν ασύγχυτη και αδιαίρετη. Γράφει σχετικά ο καθηγητής Α.Θεοδώρου: «Ὁ θάνατος τοῦ Χριστοῦ ἦταν θάνατος ‟θεανθρώπινοςˮ, πού συνέβη ὅμως στήν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ, διότι ἡ θεία φύση ἦταν ἀπαθής καί ἀπρόσιτη στόν θάνατο.

(συνεχίζεται)

[1] Μικρόν Εὐχολόγιον, σ. 207.

[2] ό.π., σ. 208.

[3] ό.π., σ. 212.

[4] ΓΡ. ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Ἐπιστ.101, Πρός Κληδόνιον, P. G. 37, 181-182.

[5] Μ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ,  Λόγος περί τῆς ἐναθρωπήσεως τοῦ Λόγου καί τῆς διά σώματος πρός ἡμᾶς ἐπιφανείας αὐτοῦ, P. G. 25, 120BC.

[6] Πρβλ. Ματθ. 20, 28 καί Μάρκ. 10, 45.

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2022

1.2. Η πτώση του ανθρώπου και οι συνέπειές της I΄.

του Άριστου Θουκυδίδη
Χημικού, M.Th.
(Σχέδιο: Αλεξία Φιλίππου)

Γι΄ αὐτό και ο Δαμασκηνός στο νεκρώσιμο ιδιόμελο του πλαγίου τετάρτου ήχου, της νεκρώσιμης ακολουθίας υμνωδεί σχετικά: «Θρηνῶ καί ὀδύρομαι, ὅταν ἐννοήσω τόν θάνατον, καί ἴδω ἐν τοῖς τάφοις κειμένην τήν κατ’εἰκόνα Θεοῦ, πλασθεῖσαν ἡμῖν ὡραιότητα, ἄμορφον, ἄδοξον, μή ἔχουσαν εἶδος...»[1]. Εξ άλλου στο ιδιόμελο του τετάρτου ήχου στην ίδια  ακολουθία, ο υμνωδός κυριεύεται από φόβο, γιατί δεν καταλαβαίνει το μυστήριον του θανάτου, πώς η ψυχή χωρίζεται βίαια από το σώμα, αφού ο Θεός την έπλασε να είναι σε αρμονική συμφυία και συζυγία μαζί του. «Ὄντως φοβερώτατον, τό τοῦ θανάτου μυστήριον, πῶς ψυχή ἐκ τοῦ σώματος, βιαίως χωρίζεται ἐκ τῆς ἁρμονίας, καί τῆς συμφυḯας ὁ φυσικώτατος δεσμός, θείῳ βουλήματι ἀποτέμνεται»[2]. Τον καθησυχάζει όμως το γεγονός, ότι αυτός ο φυσικώτατος δεσμός της ψυχής και του σώματος, αποτέμνεται κατόπιν θείας βούλησης και τούτο, όπως αναφέρθηκε προηγούμενα, συνέβηκε, προκειμένου να μη καταστεί το κακόν αθάνατο και να καταργηθεί η αθανασία του κακού, διασφαλίζοντας έτσι τη δυνατότητα του ανθρώπου να επανέλθει στην προτέρα του κατάσταση αλλά και σε κατάσταση «δόξας πολύ τῆς προτέρας παραδοξοτέραν»[3].

    Άλλωστε και ο θάνατος κάποτε θα καταλυθεί και έχει καιρό λήξης, αφού η βασιλεία του δεν είναι διαρκής, αλλά αποτελεί ένα μεσοδιάστημα πρίν την οριστική αποκατάσταση του ανθρώπου, «...εἰς τό ἀρχαῖον τῆς φύσεως»[4]. Ἐτσι  ο οριστικός θάνατος του θανάτου θα γίνει με την ανάσταση των νεκρών, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά ο Γρηγόριος Νύσσης: «Ἀφανισμός γάρ ἐστι θανάτου, ἡ ἐκ θανάτου τοῦ ἀνθρώπου ἀνάστασις»[5]. Η ανθρώπινη φύση, μετά την ανάσταση των νεκρών, θα θεραπευτεί οριστικά και θα σημάνει το τέλος του θανάτου, αλλά και το τέλος όλων εκείνων των ιδιωμάτων που συνοδεύουν την άλογη ζωή, όπως και πάλιν ο ίδιος Πατέρας αναφέρει: «...ἐν τῇ πρώτῃ ζωῇ, ἧς αὐτός γέγονε δημιουργός ὁ Θεός, οὔτε γῆρας ἦν, ὡς εἰκός, οὔτε ἄλλο τῆς σωματικῆς ταλαιπωρίας οὐδέν (οὔτε γάρ εἰκός ἦν τά τοιαῦτα δημιουργεῖν τόν Θεόν), ἀλλά θεῖόν τι χρῆμα ἦν ἡ ἀνθρωπίνη φύσις πρίν ἐν ὁρμῇ γίνεσθαι τοῦ κακοῦ τό ἀνθρώπινον.Ταῦτα δέ πάντα τῇ εἰσόδῳ τῆς κακίας ἡμῖν συνεισέβαλεν. Οὐκοῦν οὐδεμίαν ἀνάγκην ἕξει ὁ ἄνευ κακίας βίος ἐν τοῖς διά ταῦτα συμβεβηκόσιν εἶναι»[6].

(συνεχίζεται)

[1] Μικρόν Εὐχολόγιον, σ. 207.

[2] ό.π., σ. 205.

[3] ΓΡ. ΘΕΟΛΟΓΟΥ, Λόγος 38, ό.π., 13, P. G. 36, 325C.

[4] ΓΡ. ΝΥΣΣΗΣ, Περί ψυχῆς καί ἀναστάσεως, P. G. 46, 148A.

[5] ΓΡ. ΝΥΣΣΗΣ, Ἀντιρρητικός πρός τά Ἀπολλιναρίου, P. G. 45, 1165B.

[6] Τοῦ ΙΔΙΟΥ, ό.π., P. G. 46, 148A.

Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2022

1.2. Η πτώση του ανθρώπου και οι συνέπειές της Θ΄.

του Άριστου Θουκυδίδη
Χημικού, M.Th.
(Σχέδιο: Αλεξία Φιλίππου)

       Όπως προαναφέρθηκε, ο σωματικός θάνατος, ακολούθησε του πνευματικού θανάτου, αφού με αυτόν (τον πνευματικό θάνατο) ο άνθρωπος διαλύεται ως ψυχοσωματική ύπαρξη και επέρχεται ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα. Το ανθρώπινο σώμα παύει να ζεί όταν η ψυχή φύγει και χωρισθεί από αυτό. Σημειώνει σχετικά ο Άγιος Αναστάσιος ο Σιναΐτης: «Ἀναιρουμένης γάρ τῆς ζωτικῆς καί ζωοποιοῦ τῆς ψυχῆς ἡμῶν ἐνεργείας, εὐθέως ὁ ἄνθρωπος θανάτῳ παραπέμπεται, xωριζομένου τοῦ σώματος τῆς συγκρατούσης καί ζωοποιούσης αὐτό ψυχικῆς ἐνεργείας»[1]. Έτσι ο άνθρωπος ζεί πλέον μέσα στην ατμόσφαιρα του θανάτου και επιφυλάσσεται στον καθένα, να πεθάνει μία φορά, «...ἀπόκειται τοῖς ἀνθρώποις ἅπαξ ἀποθανεῖν»[2]. Αφ’ ότου δηλαδή ο άνθρωπος σταμάτησε να μετέχει στη ζωή του Θεού, εξ υπαιτιότητας του, διαλύθηκε ως ψυχοσωματική οντότητα και επήλθε ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, με συνέπεια το σώμα να αφεθεί στη σταδιακή φθορά και τελικά στον βιολογικό θάνατο, αφού η αθάνατη ψυχή έπαυσε να το ζωοποιεί. Έτσι, κατά τον Γρηγόριο Νύσσης, ο βιολογικός θάνατος, αυτή η νέκρωση της ανθρώπινης ζωής, έχει ήδη διαπραχθεί από τη στιγμή που ο άνθρωπος ζεί στην κατάσταση του ψυχικού θανάτου[3]. Έτσι εξηγείται και ορίζεται από τον ίδιον ο βιολογικός θάνατος, ως η διάζευξη ψυχής και σώματος, ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα, που βέβαια είναι μια αφύσικη κατάσταση, μια ανωμαλία, μια δυσλειτουργία της φύσης, γιατί είναι εκτός της τάξης που όρισε ο Θεός στον κόσμο, αφού τον άνθρωπο τον έπλασε «κατ΄ εἰκόνα του» δηλαδή αθάνατο. Και πάλι κατά τον Γρηγόριο Νύσσης, ο θάνατος είναι μια απαξίωση της ζωής, «Ἀντίκειται δέ τήν ζωήν μέν ὁ θάνατος...»[4] και «...τῆς ζωῆς καί τοῦ θανάτου ἄμεσός ἐστιν ἡ πρός τό ἐναντίον ἀντιδιάστασις»[5]. Έτσι ο θάνατος δεν μπορεί να είναι μια άλλη μορφή ύπαρξης, αφού δεν διασώζει ακέραιο τον άνθρωπο, αλλά εκμηδενίζει το πρόσωπό του και είναι αυτό που προκαλεί τον φόβο και την αγωνία, τον πόνο και τη θλίψη,  διότι,  ως αφύσικο παρένθετο γεγονός, είναι ανεπιθύμητος στον άνθρωπο.

(συνεχίζεται)

[1] ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΣΙΝΑΙΤΟΥ, Ὁ σκοπός ὅν ἐδογματίσαμεν πρός τούς έτεροδόξους ἐν Ἀλεξανδρεία, P.G., 89, 168.

[2] Ἑβρ. θ΄27.

[3] ΓΡ. ΝΥΣΣΗΣ, Κατηχητικός Λόγος, P. G. 45, 33Α.

[4] ό.π., 29D.

[5] ΓΡ. ΝΥΣΣΗΣ, Κατά Εὐνομίου, P. G. 45, 848B.