Κυριακή 2 Απριλίου 2023

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΥΜΝΟΛΟΓΙΑΣ, ΕΙΣΑΓΩΓΗ Γ΄.

του Χριστόδουλου Βασιλειάδη
(Σκίτσο: Χριστόδουλου Βασιλειάδη)

Ὁ Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων[1] (560-638) γράφει καὶ στὰ δύο γλωσσικὰ ἰδιώματα, δηλαδή, τόσο στὴν ἀρχαϊκή, ὅσο καὶ στὴν κοινὴ ἑλληνική. Ἐπίσης χρησιμοποιοεῖ στὴν ποίησή του μέτρα, τόσο προσῳδιακά[2], ὅσο καὶ ρυθμοτονικά. Ὕμνους, βασισμένους σὲ τονικὰ μέτρα, ἔχει συνθέσει τὸν 4ο μ.Χ. αἰῶνα ὁ ἅγιος Γρηγόριος Ναζιανζηνός. Οἱ ἰαμβικὲς καταβασίες τῶν Χριστουγέννων, Θεοφανίων καὶ Πεντηκοστῆς εἶναι ποιήματα, γραμμένα μὲ προσῳδιακὰ μέτρα, ἀναγινώσκονται ὅμως καὶ μελοποιοῦνται ρυθμοτονικά.

Στὴν Κωνσταντινούπολη σταδιακὰ ἐξελίχθηκαν τὰ ἰδιόμελα, ὅπως τὸ τροπάριο τῆς Κασσιανῆς μοναχῆς, καθὼς ἐπίσης καὶ τῶν ἑωθινῶν Δοξαστικῶν καὶ ἐξαποστειλαρίων, ποὺ συνέθεσαν οἱ αὐτοκράτορες Λέων ΣΤ΄ ὁ Σοφὸς καὶ ὁ υἱός του Κωνσταντῖνος ὁ Πορφυρογέννητος. Ἐπίσης στὴν Κωνσταντινούπολη εἶχε ἐπικρατήσει ὁ Ἀκάθιστος Ὕμνος, ποὺ εἶναι ὁ μόνος ὕμνος, ποὺ ἔχει διασωθεῖ στὴ λατρεία. Στὴν Κωνσταντινούπολη πολὺ γρήγορα σταμάτησε νὰ χρησιμοποιῆται τὸ εἶδος τοῦ κανόνα, λόγῳ καὶ τῆς εἰκονομαχίας, καθὼς καὶ τῆς λογιότητας καὶ ἀσκητικότητας τοῦ Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου[3] (759-826 μ.Χ.). Μιὰ ἄλλη μεγάλη προσωπικότητα στὸν χῶρο τῆς ὑμνογραφίας ἦταν ὁ Ἰωσὴφ ὁ Ξένος, ὁ ὁποῖος ἐπωνομάστηκε καὶ ὑμνογράφος[4] (840-883 μ.Χ.). Τὸν 11ο ὅμως αἰῶνα ἀρχίζει ξανὰ νὰ χρησιμοποιῆται ὁ κανόνας, λόγῳ κυρίως τοῦ Ἰωάννη Μαυρόποδα[5] (1000-1070 μ.Χ.).



[1] Ὁ Σωφρόνιος Ἱεροσολύμων συνέγραψε διάφορα τροπάρια, τὰ στιχηρὰ ἰδιόμελα τῶν μεγάλων ᾨρῶν, τῶν Δεσποτικῶν ἑορτῶν Χριστουγέννων καὶ Θεοφανίων, τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς (π.χ. «Σήμερον κρεμᾶται ἐπὶ ξύλου...»), καθὼς καὶ τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ (π.χ. «Φωνὴ Κυρίου»). Θεωρεῖται ὁ πρῶτος ποιητὴς τῶν τριῳδίων καὶ τετραῳδίων. Ὁ Σωφρόνιος, ὅταν ἦταν μοναχός, ἀναθεώρησε τὸ τυπικὸ τοῦ ἁγίου Σάββα καὶ συμπλήρωσε τὸν «Ἐπιλύχνιο ὕμνο». Ἡ Ἐπιλύχνιος Εὐχαριστία εἶναι ἀρχαῖος ὕμνος, ὁ ὁποῖος ἀπὸ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς χρόνους συνδέθηκε μὲ τὴν ἀκολουθία τοῦ ἑσπερινοῦ καὶ μαρτυρεῖται ἤδη ἀπὸ τὸν 4ο μ.Χ. αἰῶνα. Ὁ Μέγας Βασίλειος χαρακτηρίζει τὸν ὕμνο ὡς «ἀρχαίαν φωνήν».

[2] Τὰ προσῳδιακὰ μέτρα χρησιμοποιοῦσαν στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα, ὄχι οἱ ἁπλοῖ ἄνθρωποι, ἀλλὰ οἱ ποιητές. Ὁ τονισμὸς τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς γλώσσας ἦταν μουσικός. Οἱ συλλαβές, ποὺ τονίζονται, διέφεραν ἀπὸ τὶς ἄτονες στὸ ὕψος, καὶ ὄχι στὴν ἔνταση τῆς φωνῆς, ὅπως συμβαίνει στὸν δυναμικὸ τονισμὸ στὴ Νέα Ἑλληνική. Ὡς τὸν 2ο μ.Χ. περίπου αἰῶνα συντελέσθηκε ἡ μετατροπὴ τοῦ τονισμοῦ ἀπὸ μουσικοῦ σὲ δυναμικό, μὲ τὴν παρέμβαση τῶν Ἀλεξανδρινῶν λογοτεχνῶν. Τοιουτοτρόπως ἡ τονιζόμενη συλλαβὴ προφέρεται πιὸ δυνατά, καὶ ὄχι πιὸ ψηλὰ ἀπὸ τὴν ἄτονη συλλαβή. Ὁ τονισμὸς τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς γλώσσας συνδεόταν μὲ τὴ διάκριση τῶν φωνηέντων σὲ μακρὰ καὶ βραχέα. Ἂν ὁ ὀξὺς τόνος συνιστοῦσε ἄρση, δηλαδὴ ἀνέβασμα τῆς φωνῆς, ἡ βαρεῖα ἀποτελεοῦσε πτώση, δηλαδὴ κατέβασμα τῆς φωνῆς. Ἡ περισπωμένη (ὀξυβαρεῖα) συνιστοῦσε σὐνθετο τόνο ἀπὸ ἀνέβασμα καὶ κατέβασμα, ὀξεῖα-βαρεῖα.

[3] Ὁ Θεόδωρος Στουδίτης συνέθεσε μέρος τοῦ Τριῳδίου μαζὶ μὲ τὸν ἀδελφό του Ἰωσήφ, ἀρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης.

[4] Ὁ Ἰωσὴφ ὁ ὑμνογράφος ἔγραψε πολλοὺς κανόνες σὲ δεσποτικὲς καὶ θεομητορικὲς ἑορτές, καθὼς καὶ σὲ μνῆμες ἁγίων. Ποίημά του εἶναι καὶ ὁ κανόνας τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου. Συμπλήρωσε τὴν Ὀκτώηχο τοῦ Ἰωάννη Δαμασκηνοῦ καὶ πρόσθεσε σαράντα ὀκτὼ κανόνες μὲ τὸ ὄνομα Ἰωσήφ. Ἔργα του τυπώθηκαν τὸν 17ο αἰῶνα στὴ Βενετία. Πολλὲς φορὲς συγχέονται τὰ ἔργα τοῦ Ἰωσὴφ ὑμνογράφου μὲ τὰ ἔργα τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ Στουδίτη.

[5] Ὁ Ἰωάννης Μαυρόπους ἦταν ἐπίσκοπος Εὐχαΐτων. Μαθητής του ἦταν ὁ Μιχαὴλ Ψελλός.

(συνεχίζεται)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου